Για τα μυθιστορήματα Μέρες και νύχτες του Andres Trapiello
(εκδ. Πόλις) και Σκηνές κυνηγιού του Rafael Chirbes (εκδ. Αγρα)
Η νέα, πολύ ενδιαφέρουσα ταινία του Παντελή Βούλγαρη, «Ψυχή βαθιά», αποδεικνύει για άλλη μια φορά πόσο νωπές παραμένουν, εξήντα χρόνια μετά, οι μνήμες του εμφυλίου στην Ελλάδα. Και πόσο η πραγμάτευσή του δεν επιλύει, εντέλει, διαφορές του παρελθόντος, αλλά φωτίζει το παρόν, με μια «στρατηγική του μπούμερανγκ», όπως την ονομάζει ο Iσπανός Ραφαέλ Τσίρμπες στα δικά του βιβλία για τον ισπανικό εμφύλιο. Οσο για το «πολύ ενδιαφέρουσα», ας μην εκληφθεί ως συγκαταβατικό: δεν ξέρω αν μια ταινία μπορεί να κάνει τα πάντα κι ίσως να μπορούσε να κάνει περισσότερα ή άλλα? το σημαντικότερο όμως είναι να κάνει τον κόσμο να προβληματιστεί, κι αυτό σίγουρα το κατάφερε -ειδικά όσον αφορά τη νέα γενιά με τις διαφορετικές προσλαμβάνουσες- μετέχοντας στη γενικότερη αναβίωση του ιστορικού και πολιτικού, μαζί με κάμποσους πολύ καλούς λογοτέχνες και πολλούς νέους δημιουργούς στο θέατρο, το σινεμά, τις εικαστικές τέχνες.
Ο διάλογος όμως αυτός με την Ιστορία και την πολιτική είναι έντονος και σε άλλες χώρες, ειδικά με αντίστοιχες εμπειρίες, από τη Λατινική Αμερική του Ρομπέρτο Μπολάνιο ώς την Ισπανία, και μετά τη «νέα αφήγηση» που γεννήθηκε με το θάνατο του Φράνκο. Απόδειξη τα δύο βιβλία που σχεδόν ταυτόχρονα μεταφράστηκαν στη χώρα μας, οι «Μέρες και νύχτες» του Αντρές Τραπιέγιο (1953) και οι «Σκηνές κυνηγιού» του Ραφαέλ Τσίρμπες (1949).
Ο Τραπιέγιο είναι μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, ποιητής και εκδίδει συστηματικά ένα ημερολόγιο, ανάμεσα στην αυτοβιογραφία και τη μυθοπλασία, μέσα από το οποίο περνά όλη η λογοτεχνική ζωή της Ισπανίας. Μας είναι ήδη γνωστός, από τη βιογραφία του Θερβάντες και τη μυθιστορηματική συνέχεια του «Δον Κιχώτη» (εκδ. Μεταίχμιο). Το εν λόγω έργο του δεν είναι άλλο ένα μυθιστόρημα ηρωισμού ούτε άλλη μια μαρτυρία για τις έριδες της Αριστεράς στο πλαίσιο του ισπανικού εμφυλίου (σαν την ξεχωριστή ταινία «Γη και ελευθερία του Κεν Λόουτς). Είναι μια μαρτυρία για την εξαθλίωση και την κατάρρευση των σωμάτων και ψυχών των ηττημένων, που αγκιστρώνονται στη ζωή με όποιο τρόπο μπορούν και αντέχουν.
Πρόκειται για το πραγματικό, υποτίθεται, ημερολόγιο ενός νεαρού σοσιαλιστή, του Χούστο Γκαρθία Βάγιε, που καταγράφει σε ό, τι χαρτί βρει τις τελευταίες ημέρες της υποχώρησης της μονάδας του υπό την πίεση των φρανκικών στρατευμάτων, το πέρασμα στη Γαλλία, την αναχώρηση για το δημοκρατικό Μεξικό. Καταγράφει μια συλλογική και προσωπική αλήθεια αφτιασίδωτη - είναι χαρακτηριστική η δυσπιστία του κομμουνιστή Σατουρνίνο απέναντι στη γραφή την ίδια. Ο λόγος, απλός, λιτός, καίριος, εκφέρεται με το θάνατο να καραδοκεί και έτσι στοχεύει στην καρδιά των πραγμάτων - ένα πραγματικό στιλιστικό επίτευγμα. Μάχες, λιποταξίες, εκτελέσεις, πλιάτσικο και από τις δύο πλευρές κι ας είναι των δημοκρατικών που πληγώνει περισσότερο, κτηνωδία, άδικοι θάνατοι, πείνα, κατάρρευση κάθε ηθικής αρχής. Αντρες που ο θάνατος τους πολιορκεί από παντού κι ακόμα και ο άνεμος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γαλλία είναι κι αυτός φασίστας, τους θερίζει, κλέβει την ελάχιστη δύναμη που τους έχει απομείνει, την περηφάνια τους, την ανθρωπιά τους. Ενας λαός που δεν θέλησε τον πόλεμο, στην κόψη του ξυραφιού: η γριά που κρύβει τρόφιμα, που οι σύντροφοι του Χούστο της έχουν κλέψει τα πάντα και της έχουν πυροβολήσει τον μονάκριβο εγγονό βοηθά τον Χούστο και τον φίλο του, τον ζόρικο και πολυμήχανο Λέχνερ, μια υπέροχη μορφή που ενσαρκώνει μια διαφορετική αντίδραση στην ήττα. Οι δύο γέροι στο στρατόπεδο που κυκλοφορούν στην τρίχα.
Στα σύνορα οι φασίστες τους καλούν να γυρίσουν πίσω και μαζί τούς γνέφει το πτώμα της Ισπανίας για την οποία πολέμησαν και κάποιοι θα τη χάσουν για πάντα. Κι «εκεί που περίμεναν να βρουν το πένθος και τη γαλλική μεγαλοψυχία» (Λουί Αραγκόν, αρχή των «Κομμουνιστών»), βρίσκουν τη βία, τον ρατσισμό, τη διαφθορά και την αδιαφορία: τη στρίγγλα σπιτονοικοκυρά, τον πουλημένο πλοίαρχο, την ανόητη αν όχι εξίσου διεφθαρμένη Μεξικάνα, πάλι και πάντα το θάνατο - συγκλονιστική η μορφή της μάνας που το παιδί της πεθαίνει στο πλοίο γιατί έχουν κρύψει τα φάρμακα και λυγίζει, παίρνοντας στο λαιμό και το άλλο της παιδί. Ο Τραπιέγιο είναι αποστασιοποιημένος αλλά με άποψη, αντιηρωικός αλλά ανυποχώρητος όσον αφορά την αξιοπρέπεια, την ακεραιότητα, τα ιδανικά που χάθηκαν και είναι πάντα ζωντανά. Κι ο λόγος του είναι τόσο συγκεκριμένος, οι συμπεριφορές παρουσιάζονται μέσα από ολοζώντανα πρόσωπα με τέτοια δύναμη και ενάργεια, που το βιβλίο διαβάζεται τελικά ως θρήνος και μαζί ως μανιφέστο ζωής και αντίστασης.
Υπνωτιστικό και μαζί αφόρητα αφυπνιστικό
Επίγονος του Μεντόθα και του Μουνιόθ Μολίνα, ο ιστορικός Τσίρμπες γράφει τις «Σκηνές κυνηγιού» και τη σύστοιχη «Καλλιγραφία» (Εκδόσεις του εικοστού πρώτου) στη δεκαετία του ’80, οργισμένος με τον άκρατο φιλελευθερισμό μιας νέας γενιάς τεχνοκρατών με αντιφρανκικό διαβατήριο. Αναζητεί το σπέρμα της ενοχής της νέας αυτής εξουσίας στο παρελθόν, πεπεισμένος ότι «δεν υπάρχει μυθιστορηματική γραφή που να μη διατρέχεται από την Ιστορία, διότι δεν υπάρχει ψυχή που να μη διαμορφώνεται από τον καιρό της». Ετσι, στις «Σκηνές κυνηγιού» βάζει τον πλούσιο και ισχυρό Κάρλος να ανασυστήνει, γέρος πια, το παρελθόν, απευθυνόμενος στον γιο και τον εγγονό του.
Ο Κάρλος υπήρξε σε όλη του τη ζωή κυνηγός. Μετά τον εμφύλιο, κυνήγησε τα χρήματα, μπαίνοντας σε μια οικογένεια διά της πλαγίας οδού, του άρρωστου γιου και της όμορφης κόρης. Την κόρη την παντρεύτηκε, τον άρρωστο γιο τον ξέχασε, την επιχείρηση του πεθερού που τους αποκλήρωσε κάποια στιγμή την αγόρασε. Η μορφή του φίλου του Ορτ, με τον οποίο έκανε τις πρώτες δουλειές και τα πρώτα λεφτά, είναι χαρακτηριστική μιας εποχής και μιας αντίληψης: λαϊκός, χωρίς τρόπους, προσηλωμένος στο σκοπό που αγιάζει τα μέσα. Ο Κάρλος είναι βεβαίως πολύ πιο εκλεπτυσμένος και οι στρατηγικές του πιο σκοτεινές και περίπλοκες. Βαθιά συντηρητικός, κυνηγάει το χρήμα, την εξουσία και τις μικρούλες, καλυπτόμενος πίσω από το «δουλειά-θρησκεία-οικογένεια» του φρανκισμού. Εχει χάσει την όμορφη γυναίκα του που τον απατούσε, την κόρη του που πέθανε στο Μαρόκο χωρίς να τη γνωρίζει τελικά, τον γιο του που δεν θέλει να τον ξέρει. Η μοναξιά του και ο φόβος του θανάτου φιλτράρονται από το βίωμα της επιτυχίας του, προσδίδοντας στο κείμενο μια αλήθεια που αντέχει τις αποχρώσεις. Ο Κάρλος δεν κρύβει τίποτα γιατί δεν έχει καμία ενοχή. Αλλά αυτό δεν αναιρεί ούτε τα γηρατειά ούτε τη θνητότητα και την απελπισία του. Πρωτοπρόσωπη και εξομολογητική, η γραφή του Τσίρμπες έχει κάτι το υπνωτιστικό και μαζί το αφόρητα αφυπνιστικό: πατάει διαρκώς στα δύο επίπεδα, της προβαλλόμενης αθωότητας και της συγκαλυμμένης βρωμιάς.
μετ. Κυριάκος Φιλιππίδης
μετ. Κρίτων Ηλιόπουλος
Καθημερινή 17-01-2010