Για το μυθιστόρημα του Μάκη Τσίτα,
Μάρτυς μου ο Θεός (εκδ. Κίχλη)
Ο βορειοελλαδίτης Μάκης Τσίτας, με σπουδές δημοσιογραφίας, έκανε την πρώτη του εμφάνιση με διηγήματα γραμμένα στη Θεσσαλονίκη, τη συλλογή «Πάτυ εκ του Πετρούλα», το 1996. Στη συνέχεια κατέβηκε στην Αθήνα, δραστηριοποιήθηκε ποικιλοτρόπως στον χώρο του βιβλίου (περιοδικά, δημόσιες σχέσεις εκδοτικών οίκων κ.ά.), άρχισε να γράφει πολλά και καλά παιδικά βιβλία και σήμερα εκδίδει, είκοσι χρόνια σχεδόν μετά την πρώτη του δουλειά, το πρώτο του μυθιστόρημα, καρπό προφανώς πολυετούς ενασχόλησης και επεξεργασίας, στις εκδόσεις Κίχλη, όπου η Γιώτα Κριτσέλη επιμελείται με γνώση και μεράκι πολύ βιβλία αξιόλογα σε όλα τα επίπεδα.
Αθήνα, σε μια εποχή κομβική για την πόλη, τις παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων: ένας άνεργος πενηντάχρονος λιθογράφος, γιος στρατιωτικού, θρησκευόμενος, επιρρεπής στο ωραίο φύλο και μονίμως άτυχος στις -όποιες- σχέσεις του, ποιητής εκ του προχείρου ψάχνει για δουλειά, αφού ο «τρελός» εργοδότης του φαλίρισε. Διαβητικός, συχνός επισκέπτης του Αγίου Όρους, διαθέτων πνευματικό αλλά και ψυχίατρο, υποχωρητικός, ονειροπόλος, με ιδιαίτερη προσήλωση στο σεξ, εκθέτει στον αναγνώστη τις σκέψεις, τα αισθήματα, τους στίχους του, προσφεύγοντας συχνά-πυκνά στην αυθεντία των ιερών βιβλίων για να υποστηρίξει τις απόψεις του: τον επιλεκτικό ρατσισμό του που δεν τον εμποδίζει να συναναστρέφεται Ρωσίδες (χωρίς να λέει όχι και σε άλλες εθνικότητες, φυσικά) που τον εκμεταλλεύονται, ενώ ο ίδιος δεν αποκομίζει κανένα όφελος· την άποψή του για τον χώρο του βιβλίου, τον οποίο λυμαίνονται κατά τη γνώμη του οι φτηνοί Αλβανοί, όπως και τον χώρο της ψυχαγωγίας παρότι οι συγγραφείς, οι επιμελητές και οι μεταφραστές παραμένουν σε υψηλά επίπεδα ποιότητας· τις θέσεις του για το χρήμα και τον τρόπο με τον οποίο κυβερνά τις ζωές των ανθρώπων, με έμφαση στη δική του βεβαίως· τη γνώμη του για τις γυναίκες και την αρπακτική τους φύση· την άποψη που έχει για τον ίδιο τον εαυτό του, τα όνειρά του, τις προσδοκίες του.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί την αφήγησή του χαμογελώντας, όχι μόνο για όσα λέει αλλά και για την ιδιόλεκτό του, μείγμα καθαρεύουσας/εκκλησιαστικής και λαϊκής γλώσσας ιδιαιτέρως επινοητικής στους χαρακτηρισμούς, ειδικά τους υβριστικούς, η οποία φανερώνει εξαρχής πολύ περισσότερα για το πρόσωπο από το περιεχόμενο των λόγων του.
Ο Τσίτας όμως στήνει στην πραγματικότητα μια «μαγική εικόνα»: στην αρχή, ο αναγνώστης βλέπει ανυποψίαστος έναν απλό άνθρωπο, ολίγον αφελή ενδεχομένως, με προβλήματα, με κάμποσα κιλά και κάποιες ανασφάλειες παραπάνω, μεγαλωμένο, λέει, μέσα σε όλα τα καλά που τον έκαναν κάπως μαλθακό, να προσπαθεί να επιβιώσει, με όλες τις, αστείες, ιδιαιτερότητές του μέσα σε έναν πολύ δύσκολο κόσμο. Οι περιγραφές, οι ερμηνείες και οι αξιολογήσεις του, ειδικά με τις λεκτικές του επιλογές και συνάψεις και τους νεολογισμούς του, προκαλούν από μειδίαμα ως γέλια ακράτητα. Η εικόνα, ωστόσο, μετακινείται σε λίγο από μόνη της και φανερώνει μια άλλη όψη του ίδιου ανθρώπου, μια άλλη ιστορία, μια άλλη δυστυχία με αποτέλεσμα η μονοφωνική αφήγηση να διασπάται και να γίνεται διφωνική, αν όχι πολυφωνική με βάση την οπτική των άλλων. Παράλληλα, αναδύεται και μια τρίτη εικόνα: αυτή της κοινωνίας πίσω από τις φορτωμένες κάρτες, τις αλλοδαπές που ψωνίζουν κορόιδα, τους τρελαμένους εργοδότες, τους βίαιους στρατιωτικούς, την υποκρισία και τον φαρισαϊσμό, την Αγία Οικογένεια αντεστραμμένη, τους ευάλωτους ανθρώπους και τη φυσική τους κατάληξη και τα λοιπά.
Το κείμενο του Τσίτα διαθέτει δραματικότητα, ανατροπές, έντονα γκροτέσκα στοιχεία που προκαλούν από γέλιο ως θλίψη, λόγο ζωντανό. Θα χρειαζόταν μεγαλύτερη αφηγηματική οικονομία, ειδικά στο γύρισμα της εικόνας, στο πέρασμα από το σωτήριο ψεύδος στην οδυνηρή αλήθεια και την τελική, πολύτροπη φυγή αλλά και απαγκίστρωση από κάποια πρότυπα που η φωνή τους ακούγεται, έστω και ψιθυριστά, πίσω από εκείνη του Χρυσοβαλάντη.
Καθημερινή 04/08/2013