Για το μυθιστόρημα της Άφρα Μπεν, Ορουνόκο ή Ο Σκλάβος Πρίγκιπας
(Εκδ. Μαΐστρος)
Μόνο και μόνο επειδή ο Χάρολντ Μπλουμ τη χαρακτηρίζει τεταρτοκλασάτη δραματουργό που έχει αντικαταστήσει – αλίμονο! – σε πολλά αμερικανικά πανεπιστημιακά προγράμματα λογοτεχνικών σπουδών τον λατρεμένο του Σαίξπηρ, το κέντρο, την αρχή και το τέλος του Δυτικού Κανόνα, δεν αξίζει κανείς να διαβάσει την Άφρα Μπεν (1640;-1689); Μια γυναίκα σύγχρονη του Σαίξπηρ, λίγο μεταγενέστερη για να ακριβολογούμε, την πρώτη επαγγελματία αγγλίδα δραματουργό και συγγραφέα, που θεράπευσε όλα τα είδη του λόγου με εξίσου μεγάλη επιτυχία στην εποχή της - και για την οποία η Βιρτζίνια Γουλφ έλεγε ότι θα πρέπει όλες οι γυναίκες συγγραφείς να περνούν να αφήνουνε στον τάφο της λίγα λουλούδια. Μια πιστή καθολική και μαζί λιμπερτίνα πρωτοφεμινίστρια, η οποία επαινούσε την αγνότητα των γυναικών ενώ κατακεραύνωνε τη συναλλαγή που συνιστούσε ο γάμος με θύμα πάντα τη γυναίκα, έκανε λόγο για τη γυναικεία ερωτική επιθυμία και, πιστή στους Στιούαρτ και εχθρός των Πουριτανών, έγινε έως και κατάσκοπος για την πατρίδα και τον βασιλιά της.
Εκρηκτικό το μείγμα για την εποχή της, όπου της αμφισβητούσαν τη μόρφωση που χρειαζόταν για να γράφει θεατρικά έργα – ενώ ήταν πολύ μορφωμένη και πολύγλωσση. Τη μέμφονταν για τα προκλητικά της θέματα. Την διέβαλλαν για την επιτυχία της. Ο θάνατός της και ο χρόνος δεν βελτίωσαν τα πράγματα. Επί αιώνες εκτός κανόνος, το έργο της εκδόθηκε μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα και παραμένει, όπως φαίνεται, ως σήμερα το κόκκινο πανί για τους ορκισμένους, και παραλογισμένους ενίοτε, εχθρούς των πολιτισμικών σπουδών.
Διαβάζουμε σήμερα στα ελληνικά το Ορουνόκο, ένα από τα πρώιμα αγγλικά μυθιστορήματα, ένα κείμενο καινοτόμο θεματικά και αφηγηματολογικά, αλλά και γοητευτικό σαν παραμύθι περασμένων εποχών, σε μια πολύ ενδιαφέρουσα μετάφραση, η οποία διατηρεί το χρώμα της εποχής με γλώσσα ποικίλη και ύφος που παραπέμπει στις απαρχές της νεοελληνικής πεζογραφίας. Η θεματική του καινοτομία έγκειται στην επιλογή του ήρωα, ενός μαύρου σκλάβου. Η πριγκιπική του ιδιότητα, η θεϊκή ομορφιά του, που περιγράφεται στα όρια του στερεοτυπικού – με το ξάφνιασμα του άγνωστου όμως –, η αγαθότητα και η γενναιότητά του δεν αρκούν για να τον αναβιβάσουν στην κατηγορία των «πραγματικών» ηρώων. Έτσι, η Μπεν αφηγείται στην εποχή του Σαίξπηρ, επηρεασμένη ίσως από τον Μονταίν και εβδομήντα χρόνια πριν από το Ρουσσώ, την άνοδο και την πτώση ενός «καλού άγριου», που πουλιέται δούλος στις αποικίες, προδίδεται από τους λευκούς και βρίσκει φρικτό θάνατο ως ηγέτης μιας εξέγερσης.
Η αφηγηματική καινοτομία του έργου έγκειται στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, στο γυναικείο εγώ που αφηγείται διεκδικώντας την αυθεντικότητα που επιτάσσει ο ρεαλισμός της εποχής. Η πρωτοπρόσωπη αυτή αφήγηση, στα πρώτα βήματα του αγγλικού μυθιστορήματος, ας μην το ξεχνάμε, μεταβάλλεται, ταλαντευόμενη ανάμεσα στην κλασική εσωτερική και την παντογνωστική, ειρωνική ωστόσο, οπτική. Θα έλεγε κανείς ότι διαβάζουμε, στην πραγματικότητα, δύο χωριστές ιστορίες: τον βίο του πρίγκιπα στη γενέθλια γη, όπου υποφέρει για τον άτυχο έρωτά του, με κυρίαρχο το εξωτικό και ειδυλλιακό στοιχείο· τη ζωή και τις περιπέτειές του στην Αμερική, όταν σκλάβος πια ξαναβρίσκει την αγαπημένη του, επίσης σκλάβα, και προδομένος από
τους λευκούς καταλήγει στην εξέγερση.
Δεδομένου ότι η Μπεν είχε, κατά πάσα πιθανότητα, ζήσει στο Σουρινάμ, το βίωμα συναιρείται με τον μύθο και τη λογοτεχνική σύμβαση και δημιουργεί ένα κείμενο αυθεντικό στην επιτήδευση και την ιδιαιτερότητά του. Η ανάγνωση του κειμένου όμως σήμερα ανακαλεί και άλλους κώδικες στον αναγνώστη: η άνοδος και η πτώση του πανέμορφου πρίγκιπα, η ωραιότητα που εμπεριέχει την αγαθότητα, το μοτίβο της δοκιμασίας, ο ανέφικτος έρωτας, η φύση ως πηγή του αγαθού και της ιδέας παραπέμπουν λόγου χάρη στο ρομαντισμό. Ενώ η πολιτική καταγγελία παραμένει επίκαιρη, μας θυμίζει ότι για πολλούς αιώνες – και ως σήμερα - τίποτα δεν επρόκειτο να αλλάξει στη μισή τουλάχιστον γη. Απλώς οι ιθαγενείς το Σουρινάμ, τους οποίους στο Ορουνόκο ακόμα αντιμετωπίζουν οι λευκοί με δέος, θα έχουν λίγα χρόνια αργότερα την ίδια μοίρα με τους εισαγόμενους αφρικανούς σκλάβους. Ένα κείμενο πάντως που ο αναγνώστης το διαβάζει μεμιάς σα παραμύθι και το ξαναδιαβάζει για όλες τις σκέψεις και τους προβληματισμούς που του γεννά, λογοτεχνικούς και μη, της εποχής του και της εποχής μας.
Μετ. Γρ. Κονδύλης, επίμ. Ασπ. Βελισσαρίου, εικον. Αγγ. Σβορώνου
auth.academia.edu