Για την ποιητική συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη,
Ζώα στα σύννεφα (εκδ. Κέδρος)
Νομίσαμε ότι η συλλογή «Βαθέος γήρατος», αυτός ο λιτός στη φόρτισή του διάλογος με την υπέργηρη μητέρα του, την έκδοση της οποίας είχε ο ίδιος επιμεληθεί μέχρι κεραίας, όπως πάντα, ήταν ο «αποχαιρετισμός» του Γιάννη Βαρβέρη, που ξαφνικά μας άφησε τον Μάιο του 2011 και δεν πρόλαβε να τη δει στα βιβλιοπωλεία. Νομίσαμε, διότι ο Γιάννης δεν έχει πάψει, αν και απών, να λειτουργεί υπονομευτικά όσον αφορά όλες τις βεβαιότητες, κλείνοντάς μας το μάτι εκεί, «στα σύννεφα», όπου μετοίκησε για να κρατά στην αιωνιότητα συντροφιά στη μητέρα του: στα χαρτιά του βρέθηκε μια ακόμη συλλογή, ολοκληρωμένη, έτοιμη κι αυτή προς δημοσίευση, τα «Ζώα στα σύννεφα».
«Έγραψε ποιήματα για ζώα / ποτέ του δεν τ αγάπησε. / Γι αυτό κι εκείνα δεν του φανερώσαν / τα πιο βαθιά τους μυστικά» λέει το προτελευταίο ποίημα της συλλογής, άτιτλο όπως όλα. Σε γ΄ ενικό πρόσωπο και με ειρωνεία μεγάλη: όχι η ποίηση του βιώματος, της γνώσης, της ενσυναίσθησης, της συγγένειας· η ποίηση για το ριζικά άλλο, το άξενο και το παράξενο μέσα στην οικειότητά του, έξω από τον άνθρωπο και πλάι του και που πεθαίνει, έμβιο ον, «σε αρμονία υπερουράνιας μουσικής / τελείως ακατάληπτης για τους ανθρώπους» Έτσι, με το ανεξιχνίαστο μάτι στο εξώφυλλο να ξεγελά ότι η συλλογή μιλάει για πουλιά, τα μόνα που αυτονόητα θα βρίσκονταν στα σύννεφα, το πρώτο ποίημα ξεκινά με τον γλυκό λύκο που «κλαίει απαρηγόρητος / στης εκκλησιάς τα σκαλοπάτια», μαλώνει έπειτα τα παιδιά του που παίζουν χαρτιά με τα γουρουνάκια και τρώει την αλεπού μπροστά στο κοτέτσι, πεινασμένος για γόητρο· περνάμε έπειτα στους ευσυγκίνητους ελέφαντες που πετάνε ή χορεύουν με ροζ φουστίτσα μπαλέτο· στα ελάφια που παθαίνουν παράνοια μεγαλείου, στα καρτερικά και ευαίσθητα, έως χαζά, ψάρια, στις πονετικές κατσίκες, στις χελώνες που θρηνούν γιατί, ας είναι αιωνόβιες, δεν μπορούν να κάνουν ηλιοθεραπεία, στις θλιμμένες τίγρεις που πίνουν εσπρεσάκι με μπισκότο στα Ηλύσια Πεδία, τις εξεγερμένες μέλισσες που καθαιρούν βασίλισσες και βασιλικούς συζύγους, τη γάτα του Καβάφη, τον πιγκουίνο ποιητή που θέλει το Νόμπελ του, ως τα σκουλήκια που «στον αήττητο καπιταλισμό της αποσύνθεσης» δεν ξεχνούν και αναμένουν το μοιραίο «κρύο πιάτο». Και το πιο βασανισμένο αμφίβιο, το κύμα της ακτής.
Μικρές ιστορίες, αλλόκοτες, αστείες, σκηνές από ένα έργο το οποίο ο άνθρωπος παρακολουθεί και σχολιάζει ελάχιστα, με το α΄ πληθυντικό πρόσωπο να κυριαρχεί ως συλλογική, ανθρώπινη ταυτότητα αντιστικτικά προς το ζωικό εγώ, στους μονολόγους των ζώων. Και το ποιητικό εγώ να προβάλει μόνο σε καίριες στιγμές, ποιητικές κι ανθρώπινες, «εγώ ζώα δεν έχω» και λίγο πριν, όταν σκορπίζει πάνω στη γυναίκα σουσάμι κι ορμάν οι πάπιες στον κήπο: «Ήμουν ερωτευμένος τότε / κι ήθελα το σώμα σου / χωρίς να θέλω ακόμα να τ αγγίξω». Από τη μια το αινιγματικό, το ξένο, το έτερο, κομμάτι του κόσμου στους αντίποδες των αγγέλων και του Θεού, που μόνο τον άνθρωπο έπλασε καθ ομοίωσίν του· από την άλλη, ο άνθρωπος έξω από τα ζώα αλλά και μέσα από αυτά, όπως στους μύθους τους ελληνιστικούς, κυρίως όμως στα ζωολόγια του χριστιανικού Μεσαίωνα, που τόσο καλά τα γνώριζε ο ευρυμαθής μας φίλος, όπου τα ζώα είναι αλληγορίες πολύτροπες, ψυχολογικές και μεταφυσικές, κοινωνικές και πολιτικές, όπως στον Λαφοντέν αργότερα, αλλά και στον Απολινέρ με τη συνοδεία του Ορφέα του, και στον Μπόρχες ακόμα, με τα φανταστικά του ζώα.
Βλέμμα όπως πάντα κοφτερό, ρυθμός κομψός, τραγουδιστός, των chansonniers με τους λύκους και τους γορίλες, που στα χνάρια τους βαδίζει, χιούμορ αιχμηρό μέσα στη θλίψη του, κι ο κόσμος πια έχει απεικονιστεί από τον Βαρβέρη πλήρως: ο άνθρωπος μόνος, η άλλη όχθη του Θεού κι ανάμεσα τα ζώα. Και το κενό της δικής του απουσίας, του ανθρώπου, του ποιητή, του αισθητή χαίνον.
Καθημερινή 21/07/2013