Για την ποιητική συλλογή του Χριστόφορου Λιοντάκη,
Εικόνες που επιμένουν (εκδ. Γαβριηλίδης)
Τα παιδικά χρόνια: ένας παράδεισος, τον οποίο ο τόπος, η Κρήτη και η οικογενειακή ιστορία των διαψεύσεων και των φονικών από τη μια και η πρόωρη συνείδηση της διαφορετικότητας, από την άλλη, μεταμορφώνουν σε λαβύρινθο με έναν επίμονο Μινώταυρο να ακολουθεί το θύμα του κατά πόδας, πολύ μακριά, στο άστυ. Φύση τρυφερή και αγαπημένη, μορφές στοργικές, αλλά και αίμα που ζητάει εκδίκηση και φόβος. Πολύς φόβος. Για το αίμα. Για τον άλλον, που συχνά είναι ο ίδιος ο εαυτός. Για το φως που τονίζει την ανεπίτρεπτη διαφορά, το παλιό και νέο αμάρτημα. «Ο ήλιος σπέρνει πανικό». Ενοχή. Απόκρυψη. Προσωπεία. Μοναξιά. Ομορφιά που δεν μπορεί να συγκαλυφθεί παρά την απαγόρευση και το λίγο του χρόνου. Κατακερματισμός, οδύνη και επίμονη αναζήτηση της ενότητας. Μακριά από το νησί, μακριά από τον πρώτο φόβο, μακριά από την πρώτη ενοχή, ο τόπος, ο φόβος, η ενοχή επιμένουν. «Έπεφτε φως / κι άστραφτε μίσος». Το σημαντικό είναι «να κινείσαι. / Ν ανοίγεις πόρτες / Κι ας μπαίνει το κακό / Προτιμότερο από το τίποτα». Ειδικά από αυτό το βασανιστικό «κρυφό-φανερό / που όλα τα διχάζει».
Μαζί όμως επιμένουν και οι ποιητικές εικόνες με τις οποίες ο Χριστόφορος Λιοντάκης, από τους μείζονες ποιητές της γενιάς του 70 και εξαιρετικός μεταφραστής της γαλλικής ποίησης, πραγματοποίησε πριν από σαράντα χρόνια την είσοδό του στον χώρο της ποίησης. Το 2010, η τελευταία του συλλογή δήλωνε το τέλος μιας διαδρομής: «Στο τέρμα της πλάνης». Η οριστική έκδοση των τριών πρώτων του συλλογών επαναφέρει τον αναγνώστη στην πρώτη αρχή. Ενδιαμέσως, τα παιδικά χρόνια επέστρεψαν, αλλά ως «πολύτιμος βασιλικός πλούτος» και «θησαυροφυλάκιο της μνήμης», όπως λέει ο Ρίλκε, που τόσο επηρεάζει, σιωπηρά, την ποίησή του. Το φως έπαψε να δυναμώνει το μαύρο, έγινε φως της αποδοχής, της συγχώρεσης, της πολυπόθητης ενότητας, όσο κι αν δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί αυτή με όρους τελειότητας, έγινε μέσα φέγγος της ψυχής και των πραγμάτων. Η ασχήμια συνέχισε να υπάρχει εκεί ακριβώς όπου ήταν πάντα, στην αποξένωση, την αλλοτρίωση, την ποικιλότροπη βία, στους δρόμους, στα λόγια, στα σώματα. Η ομορφιά συνέχισε να κρύβεται παντού, στο πιο ταπεινό και αναπάντεχο. Και οι καθρέφτες συνέχισαν να διακινούν τις εικόνες της, σε ένα λόγο που από την αρχή πάλευε να διαπεραιώσει το ποιητικό υποκείμενο από το σκοτάδι στο φως.
Στις τρεις αυτές συγκεντρωμένες συλλογές διαβάζουμε λοιπόν την αρχή
της πλάνης, την αρχή του ταξιδιού, την αρχή της αυταπάτης. Ταξίδι από τη νησί στη μεγαλούπολη, από την άρνηση της προσωπικής και οικογενειακής ιστορίας στη συναίρεσή της, μέσω του μύθου, με τη συλλογική, από το μισοσκόταδο στο λίγο φως. Αυταπάτη όσον αφορά την ύπαρξη μιας ενότητας χωρίς ρωγμές, χωρίς πόνο, χωρίς διαρκή πτώση και ανύψωση.
Στην «Αναζήτηση Ι», ο Λιοντάκης περιγράφει αυτήν τη διαρκή παλινδρόμηση ανάμεσα στην επιθυμία και την ενοχή, το σκοτάδι που λυτρώνει και το φως που αφανίζει: «Τώρα με την αστραφτερή πληγή / Ανεπανόρθωτος / Σε μπαρ / Σε νησιά / Τον έναν μετά τον άλλον θάνατο δοκιμάζοντας / Το ελάχιστο ν αρπάξει / Και μεγεθύνοντας τον μάρτυρα να απομονώσει / Το σκοτάδι τον υπαινισσόταν / Το φως τον καταργούσε / Παρών και χαμένος / Λες και μέσα του / Γινότανε μετάγγιση φωτός» (Μετάθεση). Κρυπτική, υπαινικτική, εξπρεσιονιστική, η ποίησή του θα αποδεχτεί σε λίγο, από τον «Ροδώνα με τους χωροφύλακες» και εξής, τον διχασμό και την ξενότητα. Τότε, το φως επανασυνδέεται με τον λόγο, καθηλώνει την τρυφερότητα, θαμπώνει τον καθρέφτη, σμίγει τόπους και καιρούς «ανάμεσα στα καύματα του μύθου / και στο νιφετό του αληθινού». Μέγιστη τελειοποίηση της μορφής ίσον μέγιστη ευθραυστότητα, έλεγε ο Γκαίτε. Για τον Λιοντάκη αυτό ισχύει και απορρέει από τη συμφιλίωση με τις αβύσσους του αισθήματος, αλλά και της γλώσσας.
Καθημερινή 03/03/2013