«Το βιβλίο είναι ένας κόσμος», λέει ο Μπαρτ. «Ο κριτικός βρίσκεται μπροστά στο βιβλίο σε θέση παρόμοια με εκείνη του συγγραφέα μπροστά στον κόσμο». Ο κριτικός ζητά απλώς το δικαίωμα να έχει ένα λόγο και μάλιστα όχι την τελευταία λέξη, συνεχίζει. Πιστεύω στη δύναμη των κειμένων και θεωρώ, μαζί με τον Ρολάν Μπαρτ, τον κριτικό έναν συγγραφέα.
Επομένως, δεν θεωρώ σημαντικά αυτά που οι ίδιοι οι κριτικοί λένε για την κριτική, ει μη μόνον από μια σκοπιά ιστορίας, θεωρίας και κοινωνιολογίας της λογοτεχνίας. Το πορτρέτο του κριτικού προκύπτει από τα κείμενά του, από τον λόγο του, με την έννοια του discours, τον λόγο δηλαδή που κατά τον Foucault ενέχει πάντα μια μορφή πρακτικής. Η πρακτική είναι το κείμενο για το άλλο κείμενο, με μεγαλύτερη ή μικρότερη «κριτική συνείδηση», η οποία βέβαια προκύπτει σε συνάρτηση με το είδος της κριτικής κάθε φορά – και σαφώς υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην ευρύχωρη πανεπιστημιακή κριτική, την κριτική των περιοδικών και εκείνη των εφημερίδων. Όλες είναι απαραίτητες και όλες συνιστούν, με τον τρόπο της η καθεμία, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, έναν διάλογο με τον συγγραφέα, το έργο και το κοινό.
Αν θα έπρεπε να περιγράψω την κριτική μου συνείδηση και μόνο λοιπόν, θα έλεγα ότι συμφωνώ μαζί με τον Blanchot και τον Adorno. Ο Blanchot θεωρεί ότι ο κριτικός προσέχει να μην υποκαταστήσει αυτό για το οποίο μιλά, η κριτική σημαίνει τη σταδιακή εξαφάνιση του κριτικού λόγου υπέρ του έργου. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Adorno θεωρεί ότι ο κριτικός πρέπει να απελευθερώνει την καλυμμένη, κρυφή αλήθεια του έργου, το οποίο είναι μαζί κλειστό και ανοιχτό σαν τη μονάδα του Leibniz. Ο κριτικός δηλαδή διαμεσολαβεί τη σημασία του έργου, το νόημά του και, ως εκ τούτου, τη θέση του στον κόσμο, για τον αναγνώστη. Η ανάλυση αναιρεί την υποκειμενικότητα του γούστου και παράλληλα ανοίγει ένα ευρύ πεδίο ανυπακοής σε στερεότυπα και κατεστημένες αναλύσεις που προβάλλονται ως αντικειμενικότητα. Θεωρεί δηλαδή την κριτική ως αναπότρεπτα υποκειμενική ως εμπειρία και αντικειμενική ως στόχευση, στον βαθμό που διερμηνεύει το περιεχόμενο αληθείας του έργου.
Τα ψήγματα του στοχασμού του προέρχονται από τα δοκίμια που έχουν συγκεντρωθεί στις Σημειώσεις για τη λογοτεχνία, όπου ορίζει άλλωστε υπέροχα τη λειτουργία της τέχνης: «Τέχνη σημαίνει αντίσταση, μόνο και αποκλειστικά διαμέσου της μορφής, ενάντια στη ροή του κόσμου που συνεχίζει να απειλεί τους ανθρώπους σαν πιστόλι στο στήθος τους.»
Πρακτικά, για να κλείσω με τον Benjamin και τις Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας,καθώς το έργο τέχνης είναι αυτόνομο και ετερόνομο μαζί, καθώς το περιεχόμενο αληθείας του συναρτάται προς τον κόσμο και την ίδια στιγμή είναι ένας χωρισμός κόσμος, το ζήτημα είναι πώς ο κριτικός θα ανιχνεύσει αυτή την αλήθεια, ειδικά σήμερα, προτείνοντάς την ως σπίθα που θα φέρει, μέσα από την επιλεγεμένη και επιλεκτική αναφορά στο παρελθόν, το μέλλον. Έτσι λειτουργεί, νομίζω, η πλαισίωση του έργου στην κριτική, η μοίρα της οποίας είναι συνδεδεμένη άρρηκτα με εκείνη της λογοτεχνίας, με τον ίδιο της τον ορισμό σε κάθε εποχή.
Σήμερα, στη χώρα μας η κριτική υποβαθμίζεται επειδή ακριβώς υποβαθμίζεται και η λογοτεχνία. Αλλά αυτή είναι μια παγκόσμια τάση, που αναπότρεπτα θα αντιστραφεί όταν και εάν η αντίσταση στη ροή του κόσμου θα οδηγήσει στην αλλαγή του. Όχι γιατί χωρίς την κριτική η γη δεν μπορεί να συνεχίσει να γυρίζει, αλλά γιατί η πραγματική κριτική της λογοτεχνίας αναφέρεται, εντέλει, στον κόσμο, είναι μια πτυχή του ανθρωπογνωστικού και κοσμογνωστικού διαλόγου.
Το μόνο βέβαιο: πριν από όλα ο κριτικός είναι μανιώδης αναγνώστης.
Περιοδικό Φρέαρ, 10, Ιανουάριος 2015, http://frear.gr/?p=8527