Το 1877, ο Εμμανουήλ Ροΐδης είναι γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους για την «Πάπισσα Ιωάννα» αλλά και άλλα κείμενά του, για την αιχμηρή του ειρωνεία και την κοφτερή του γλώσσα στην κριτική, για τον «Ασμοδαίο» που έχει κλείσει την προηγούμενη χρονιά. Είναι η περίοδος κατά την οποία ο Χαρίλαος Τρικούπης ισχυροποιεί τη θέση του, έτοιμος πια να ξεκινήσει την εκσυγχρονιστική του προσπάθεια που θα οδηγήσει στην πτώχευση του 1893. Σ’ αυτή τη χρονική στιγμή, ο Ροΐδης αποδέχεται να συμμετάσχει στην κριτική επιτροπή ενός ποιητικού διαγωνισμού του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός» και φροντίζει η απόφαση της επιτροπής να κάνει τη μέγιστη εντύπωση: αυτοπαρουσιαζόμενος ως «δήμιος» εκφωνεί τον επικήδειο της νεοελληνικής ποίησης, δηλώνει ούτε λίγο ούτε πολύ ότι νεοελληνική ποίηση δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει.
Και ο λόγος για τον οποίο δεν υπάρχει δεν είναι άλλος από το κατάντημα, όπως το θεωρεί ο ευρωπαϊστής και κοσμοπολίτης Ροΐδης, της νεοελληνικής κοινωνίας. Διότι η ποίηση είναι «κάτοπτρο» της κοινωνίας και η νεοελληνική κοινωνία έχει απολέσει τη σύνδεσή της με τις παραδοσιακές αξίες, έχει αρνηθεί τη συνέχεια του λαϊκού πολιτισμού και της εθνικής της ιστορίας. Εχει αποδυθεί στην αναζήτηση του υλικού πλούτου και της κοινωνικής αναγνώρισης, με το βλέμμα στραμμένο σε μια Ευρώπη την οποία επ’ ουδενί μπορεί να πλησιάσει και, το σημαντικότερο, της οποίας αρνείται, από πεποίθηση ή ανικανότητα, να οικειοποιηθεί τις μείζονες πολιτιστικές συνεισφορές σε επίπεδο φιλοσοφίας, αισθητικής και κριτικής.
Ετσι, την αδύναμη ποιητική παραγωγή την παρακολουθεί μια εξίσου αδύναμη κριτική, κυρίως πανεπιστημιακή, που περιορίζεται στην παράφραση του περιεχομένου και την απαρίθμηση των λαθών.
Οπως είναι φυσικό, οι αντιδράσεις δεν άργησαν καθόλου: ο Αγγελος Βλάχος φρόντισε να απαντήσει σε οξυμμένο τόνο και με ιδιαιτέρως πικρόχολα σχόλια, υπερασπιζόμενος αυτήν ακριβώς τη ρομαντική ποίηση της εποχής την οποία στιγμάτιζε ο Ροΐδης και στην οποία ο ίδιος, παρότι κλασικιστής και λελογισμένα επικριτικός απέναντί της, εντέλει προσχωρούσε.
Απέναντι στον πεισιθάνατο αυτόν ρομαντισμό που αντικαθιστά τα ιδανικά με τα σχήματά τους και υπονομεύει, όπως θεωρεί ο Ροΐδης, την εθνική υπόθεση την ώρα που διακηρύσσει πως την υπερασπίζεται, η ζωντανή απάντηση είναι η επτανησιακή ποίηση και δη ο ρομαντισμός ενός Σολωμού. Συνδεδεμένη με το εθνικό ζήτημα, η διαμάχη αυτή πήρε τεράστιες διαστάσεις, πολύ πέραν του στενού κύκλου των ποιητών και των πανεπιστημιακών, και λόγω των πρωταγωνιστών της βέβαια, αλλά και όλων εκείνων που παρενέβησαν στη συνέχεια.
Ο Δημήτρης Δημηρούλης, δημοσιεύοντας και σχολιάζοντας τα σχετικά κείμενα με τα οποία έχει επί μακρόν ασχοληθεί, ανασυστήνει το κλίμα αυτής της εποχής και υπογραμμίζει τη μείζονα συνεισφορά της πολεμικής αυτής αναμέτρησης μεταξύ του Ροΐδη και του Βλάχου αλλά και μεταξύ δύο αντιλήψεων περί ποίησης στην αλλαγή κατεύθυνσης της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Ο λόγος της ανάσυρσης της ιστορίας αυτής δεν είναι τυχαίος: η διένεξη, η σύγκρουση ως δομικό στοιχείο του λογοτεχνικού πεδίου που ορίζει την εξέλιξη και τον μετασχηματισμό του, βρίσκεται στο επίκεντρο μιας μεγάλης συζήτησης στη θεωρία της λογοτεχνίας, με αφορμή κυρίως τη συμβολή του Μπουρντιέ, στην οποία το κείμενο αυτό συνεισφέρει από άλλες θεωρητικές σκοπιές.
Και ο Δημηρούλης έρχεται να υπερασπιστεί -και με αυτά τα κείμενα-
την προσφιλή του εριστική, σε μια εποχή που την έχει τεράστια ανάγκη. Διότι αυτή η συζήτηση περί του αν ο ποιητής γεννιέται ή γίνεται, συνδεδεμένη με έννοιες όπως η φυλή, το έθνος, το ιδανικό και το περιβάλλον, η περίφημη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, όπως και ο προβληματισμός για τον ρόλο της κριτικής μοιάζουν εξαιρετικά επίκαιρα. Εκατόν τριάντα χρόνια μετά τη διαμάχη, η έκδοση αυτή μάς καλεί να σκεφτούμε εκ νέου τη σχέση της ποίησης με τον καιρό και τις ανάγκες του, τη λειτουργία της κριτικής και το οπλοστάσιό της, σε μια συγκυρία όπου η ελληνική κοινωνία παραπαίει μέσα σε μια διεθνή δύσκολη κατάσταση – κάπως σαν την κρίση του 1870-80 που οδήγησε σε ριζικές ανακατατάξεις, πολιτικές αλλά και πολιτιστικές.
Οπως επισημαίνει ο Δημηρούλης, η εμβέλεια της διαμάχης αυτής υπήρξε καθοριστική για την εμφάνιση της νέας λογοτεχνικής γενιάς του 1880, ασχέτως των αντιφάσεων του Ροΐδη στην αποτίμηση κάποιων συνιστωσών της. Τα πρωτότυπα κείμενα της αντιπαράθεσης είναι λοιπόν πολλαπλώς σημαντικά, διαβάζονται από πολλές οπτικές γωνίες και οδηγούν σε ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Οχι μόνο για την εποχή τους, αλλά κυρίως για τη δική μας.
Φιλολογική επιμέλεια: Δημήτρης Δημηρούλης
Νεοελληνική Βιβλιοθήκη – Ιδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη
Καθημερινή 08-04-2012