Εδώ και πολύ καιρό με απασχολεί η εξαφάνιση από το λογοτεχνικό προσκήνιο της εργασίας στη δεκαετία του 1990, σε συνδυασμό με τη δραστική της επανάκαμψη την τελευταία δεκαετία. Στη δεκαετία του 1990, σταδιακά ο λόγος για την εργασία, τη δουλειά, το επάγγελμα άρχισε να φθίνει, εκτός κι αναφερόταν στο παρελθόν. Η κρίση, αντίθετα, μαζί με την κοινωνική της κατάλυση επανέφερε και τον λόγο της, σε διάφορους τύπους κειμένων. Ένα παράδειγμα είναι το Ημερολόγιο ενός ανέργου. 155+1 αληθινές ιστορίες, σε επιμέλεια και σχολιασμό του Χριστόφορου Κάσδαγλη. Οι ιστορίες αυτές συγκεντρώνονταν και συνεχίζουν να συγκεντρώνονται σε ένα ιστολόγιο που έχει στόχο να καταστήσει τους ανέργους ορατούς στην κοινωνία, να κάνει τη φωνή τους να ακουστούν.
Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι τα βιβλία του Χρήστου Οικονόμου, στα οποία η εργασία, τα βάσανα και η απώλειά της διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Έτσι, όταν είδα το βιβλίο της καλής συναδέλφου Κορίν Γκρενουγέ, Usines en textes, écritures au travail. Témoigner du travail au tournant du XXIème siècle (Garnier, 2015) για τις ιστορίες των εργατών και των εργαζομένων, ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη μαρτυρία, ενθουσιάστηκα. Απ’ αυτό ξεκινώ, για να εξετάσω στη συνέχεια τη θέση της εργασίας και του λόγου της και στην Ελλάδα (εξού και το Ι στον τίτλο). Η κοινωνιολογική προοπτική της, θεμελιωμένη στον Μπουρντιέ αλλά ενσωματώνοντας και τις παρατηρήσεις που έχει κάνει για το πεδίο και όχι μόνο ο Λαΐρ, στηριζόμενη σε μια σειρά άλλες κοινωνιολογικές συνεισφορές, ειδικά όσον αφορά το ζήτημα της εργατικής τάξης, συνδυάζεται με τη βαθιά γνώση της της λογοτεχνίας και λειτουργεί καθοδηγητικά για την περιγραφή και της ελληνικής εμπειρίας – παρά τις σημαντικές διαφορές που προκύπτουν από την παραγωγική δομή καθαυτή της χώρας μας αλλά και τη συγκρότηση και τη δομή της εργατικής της τάξης, ιστορικά και συγχρονικά.
Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου της, η Κορίν Γκρενουγέ, καθηγήτρια γαλλικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, ειδική στον Λουί Αραγκόν, δηλώνει την αφόρμηση του εγχειρήματός της σχετικά με τις εργασιακές αφηγήσεις, λογοτεχνικές και μη: «να καταλάβει καλύτερα τη φύση και την εμβέλεια των μαρτυριών σχετικά με τη δουλειά», καθώς τα σχετικά βιβλία, μυθοπλασιακά και μη, πληθαίνουν και καταγράφουν, όπως λέει, τον «θάνατο της εργασίας» – όρος που παραπέμπει στον παρεμφερή όρο του δημοσιογράφου Ζαν-Ρομπέρ Βιαλέ και στο βραβευμένο τρίπτυχο ντοκιμαντέρ του για τη «θανάτωση της εργασίας» (2009). Τι σημαίνει αυτό; Ό,τι καταλαβαίνουν πολύ καλά οι εργαζόμενοι σε όλες τις χώρες του αναπτυγμένου, μεταβιομηχανικού κόσμου, ειδικά στονκαιρό της κρίσης: μαζική ανεργία την οποία προκαλεί η κυριαρχία της οικονομίας επί της πολιτικής, διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων και της εργασίας όπως τη γνωρίζαμε τα τελευταία εκατό χρόνια, τέλος της σχέσης μας με τα παραδοσιακά επαγγέλματα τέλος, όπως λέει η Γκρενουγέ (παρότι δεν προφανές ότι αυτό δεν θα αλλάξει στο μέλλον). Αν κανείς παρακολουθήσει έστω και αποσπασματικά το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ του Βιαλέ, βλέπει τη σύγχρονη εκδοχή της μετατροπής της εργασίας σε εφιάλτη, που τινάζει στον αέρα τον εργαζόμενο όχι μόνο στη διάρκεια της δουλειάς, αλλά δυναμιτίζει λεπτό προς λεπτό ολόκληρη τη ζωή του. Ή αλλιώς, ξαναδιαβάζει Μαρξ:
Ένας άνθρωπος που δεν έχει καθόλου ελεύθερο χρόνο, που η ζωή του ολόκληρη, με κάποια μικρά διαλείμματα και μόνο, καθαρά ψυχολογικά, για ύπνο, φαγητό κ.λπ., καταλαμβάνεται από την εργασία του για τον καπιταλιστή, είναι κατώτερος και από υποζύγιο. Είναι μια απλή μηχανή που παράγει ξένο πλούτο, σωματικά τσακισμένος και πνευματικά αποβλακωμένος. Κι όμως, ολόκληρη η σύγχρονη ιστορία δείχνει ότι το κεφάλαιο, αν δεν το σταματήσουμε, εργάζεται αδιάφορα και ανελέητα προκειμένου να οδηγήσει την εργατική τάξη στο σύνολό της σ’ αυτό το έσχατο σημείο κατάπτωσης (Μισθός, τιμή και κέρδος).
Το ζήτημα βεβαίως είναι ο ορισμός της εργατικής τάξης στις μέρες, ένα θέμα που ανακύπτει αμέσως και στη μελέτη της Γκρενουγέ. O Έρικ Χομπσμπάουμ έλεγε το 2010 ότι «οι χειρώνακτες εργάτες της βιομηχανίας ανήκουν ως τάξη πλέον, όπως φαίνεται, στο παρελθόν. Υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν πολλοί χειρώνακτες και η υπεράσπισή τους παραμένει μείζον καθήκον για όλες τις αριστερές κυβερνήσεις. Αλλά οι κυβερνήσεις αυτές δεν μπορούν πλέον να στηρίζουν σ’ αυτούς τις ελπίδες τους: δεν διαθέτουν πλέον, ακόμη και σε θεωρητικό επίπεδο, πολιτική δυναμική, διότι έχουν χάσει τη δυναμική οργάνωσης της παλαιής εργατικής τάξης». Η Γκρενουγέ κάνει λόγο μαζί με έναν εκ των εργατών συγγραφέων για «τάξη φάντασμα», υιοθετώντας έναν όρο του κοινωνιολόγου Μισέλ Βερέ.
Η Γκρενουγέ εξετάζει τις αφηγήσεις της εργασίας, προσανατολισμένη στον «αληθινόκόσμο» της εποχής μας. Ανατέμνει τη συγκρότηση του λόγου της εργασίας, ως κοινωνικής πρακτικής, σε συνάρτηση με το πολλαπλό υποκείμενο του λόγου αυτού: εργάτες συνδικαλιστές ή μοναχικοί καβαλάρηδες, ημιαπασχολούμενοι εργαζόμενοι με κυλιόμενα ωράρια σε φαστφουντάδικα, πολυκαταστήματα και τηλεφωνικά κέντρα, εργάτες ή πρώην εργάτες και απόγονοι εργατών από τη μια· δημοσιογράφοι και συγγραφείς που συλλέγουν μαρτυρίες από την άλλη. Μια ολόκληρη παράδοση προλεταριακής λογοτεχνίας από τη μια, με τον πρωτεργάτη της προλεταριακής λογοτεχνίας Ανρί Πουλάιγ να αρνείται τον «λαϊκισμό» των εκτός εργατικής τάξης συγγραφέων και να αποδέχεται ως αυθεντική τη φωνή μόνο των «γιών του λαού» (η Γκρενουγέ δίνει μια κατατοπιστική επισκόπηση της πορείας της εν λόγω λογοτεχνίας). Μια ολόκληρη τάση της ερευνητικής, «εισοδιστικής» δημοσιογραφίας από την άλλη, με επικεφαλής επιφανείς δημοσιογράφους όπως ο πολύ γνωστός μας και στην Ελλάδα Γκίντερ Βάλραφ ή η επίσης γνωστή γαλλίδα δημοσιογράφος Φλοράνς Ομπενάς αλλά και συγγραφείς όπως ο πολύ γνωστός Φρανσουά Μπον με τον δραστήριο ιστότοπο remue.net, ο Φρεντερίκ Φαζαρντί τον οποίο γνωρίσαμε προσφάτως και
στα ελληνικά με τους Φονιάδες μπάτσων.
Ως προς τους εργάτες και εργαζομένους, άλλοι μιλάνε εξ ονόματος των συναδέλφων τους, άλλοι εκπροσωπούν μετά βίας τον εαυτό τους. Οι δημοσιογράφοι και οι συγγραφείς, αναλόγως με τη μέθοδο ή τη στόχευσή τους, απαλείφουν την παρουσία τους ή όχι. Πολύ συχνά όμως η συλλογικότητα του ομιλούντος υποκειμένου λανθάνει, ακόμη και στην πιο μοναχική φωνή – και παρά τι αντιδράσεις που συχνά οι μαρτυρίες δημιουργούν στους συναδέλφους που νιώθουν να ξεγυμνώνονται και να θίγονται. Μια τελευταία κουβέντα: τα εργαστήρια γραφής στα εργοστάσια, πρωτοβουλίες που μας θυμίζουν την έκθεση «Άνθρωποι – Χρώμα + Σίδερο», στην οποία οι καλλιτέχνες συναντιούνται με τους εργαζόμενους στη Ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη στο Πέραμα, που για όγδοη φορά διοργανώθηκε τον Οκτώβριο του 2014, συγκεντρώνοντας ποικίλα καλλιτεχνικά δρώμενα, άμεσα σχετιζόμενα με την εργασία, αν και όχι μόνο.
Η συνέχεια, την επόμενη φορά. Ως τότε, δείτε το καταπληκτικό ντοκιμαντέρ του Μπρούνο Μυέλ, της ομάδας Μεντβέντκιν, Με το αίμα των άλλων, για τη δουλειά στη γραμμή παραγωγής της Πεζώ, όπου ένας εργάτης, ο Κριστιάν Κορούζ, μιλά για τα διαλυμένα του χέρια.
Le monde diplomatique 05/07/2015