Για το βιβλίο του Τσβέταν Τόντοροφ, Η λογοτεχνία σε κίνδυνο
(μτφρ.: Χρύσα Βαγενά, εισ.: Νάσος Βαγενάς, εκδ. Πόλις)
«Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, τον βλέπω περιστοιχισμένο από βιβλία». Έτσι αρχίζει το ολιγοσέλιδο μανιφέστο του Τσβετάν Τοντορόφ για την υπεράσπιση της λογοτεχνίας, θυμίζοντάς μας τις λέξεις Ζαν-Πολ Σαρτρ: «Άρχισα τη ζωή μου όπως και θα την τελειώσω προφανώς: μες στα βιβλία». Πρωτεργάτης της φορμαλιστικής κριτικής, στην οποία οδηγήθηκε από αντίδραση στην ιδεολογική επιτήρηση της λογοτεχνίας στον σοσιαλισμό όπου μεγάλωσε, πολιτογραφημένος προ πολλού Γάλλος, ο Βούλγαρος Τοντορόφ ακολούθησε μια διανοητική πορεία αρκετά συνήθη εντέλει, όπως αποδεικνύεται, στα μεγάλα πνεύματα της γενιάς του: όπως ο Νόαμ Τσόμσκι, που αναμόρφωσε τη γλωσσολογική θεωρία με τη γενετική-μετασχηματιστική γραμματική του επιδιδόμενος παράλληλα, από ένα σημείο και μετά, ποικιλοτρόπως στον πολιτικό ακτιβισμό· όπως η επίσης Βουλγάρα Τζούλια Κρίστεβα, που εισήγαγε στις λογοτεχνικές σπουδές την έννοια της διακειμενικότητας και κάποια στιγμή άρχισε να ασχολείται πολύ συστηματικά με την ψυχανάλυση και τον φεμινισμό· έτσι και ο Τοντορόφ, ο οποίος έκανε γνωστούς στη Δύση τους Ρώσους φορμαλιστές, εστίασε, από τη δεκαετία του 1980 και εξής, στη σχέση με τον Άλλον, στην εν τω κόσμω συμβίωση μαζί του, χωρίς ωστόσο να πάψει να ασχολείται με τα της λογοτεχνίας. Στο πλαίσιο της νέας, ευρύτερα πολιτισμικής, οπτικής του έκρινε και επέκρινε τις υπερβολές της θεωρίας σε ποικίλα κείμενά του, αποκορύφωμα των οποίων είναι το ανά χείρας και στα ελληνικά πια «μανιφέστο» του για τους κινδύνους που απειλούν τη λογοτεχνία, «Η λογοτεχνία σε κίνδυνο» (αξίζει να διαβαστεί αντιστικτικά προς το «How to read a poem», του άλλου μεγάλου και με παρόμοια πορεία κριτικού, του Τέρι Ιγκλετον).
Το βιβλίο αυτό, που το είχαμε παρουσιάσει εκτενώς από τις σελίδες της «Καθημερινής» αμέσως σχεδόν μετά την έκδοσή του στα γαλλικά (25.2.2007), θέτει το μείζον ζήτημα της σχέσης της λογοτεχνίας με τον κόσμο: μέσα από μια συνοπτική αλλά ευθύβολη ιστορική αναδρομή στη θεωρία της μίμησης/αναπαράστασης του κόσμου στην τέχνη, της αυτονόμησης της αισθητικής και της αποκοπής της τέχνης τελικά από τον κόσμο, ο Τοντορόφ μέμφεται τόσο τους θεωρητικούς και τους δασκάλους που απογυμνώνουν τη λογοτεχνία από το νόημά της, όσο και τους συγγραφείς που εξαρχής αρνούνται το νόημα αυτό. Με έμφαση στο γαλλικό παράδειγμα, αυτός ο μαθητής του Ρολάν Μπαρτ και φίλος του Ζεράρ Ζενέτ δεν ακυρώνει τη σημειολογία, την αφηγηματολογία, την υφολογία. Απλώς υπογραμμίζει τη φύση τους ως μέσων για την ανάδειξη
του νοήματος, της αλήθειας του έργου συζητώντας μάλιστα διά μακρών το νόημα της αλήθειας αυτής.
Ο Τοντορόφ υπερασπίζεται μια λογοτεχνία που δεν είναι ούτε η απλουστευτική, χειριστική λογοτεχνία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αλλά ούτε και μια λογοτεχνία που ουδεμία σχέση έχει με τον κόσμο, επειδή είναι ομφαλοσκοπική και αυτοαναφορική ή μηδενιστική, ή απλώς παρουσιάζεται τόσο φορμαλιστικά που παύει να αφορά τον αναγνώστη. Το σημαντικό για τον Τοντορόφ είναι η λογοτεχνία να μιλάει στους ανθρώπους, να τους κινητοποιεί, να δίνει ένα νόημα στη ζωή τους, όπως ο Γουέρντσγουορθ στη ζωή του Τζον Στιούαρτ Μιλ. Υπ αυτή την έννοια, ο Τοντορόφ επιδιώκει τη ριζική επανασύνδεση της λογοτεχνίας με το ευρύ κοινό, και επομένως μιλάει για μια «λαϊκή» λογοτεχνία. Αποβλέπει στο γεφύρωμα της αβύσσου μεταξύ της «λαϊκής παραγωγής που βρίσκεται σε άμεση επαφή με την καθημερινή ζωή των αναγνωστών της, και της λογοτεχνίας της ελίτ», ώστε η λογοτεχνία να αποκτήσει και πάλι την ευρεία έννοια που είχε κάποτε και να δικαιωθεί ο αναγνώστης, ο οποίος «δυσφορεί με τους καθηγητές, κριτικούς και τους συγγραφείς που του λένε ότι η λογοτεχνία δεν μιλάει παρά μόνο για τον εαυτό της, ή δεν διδάσκει παρά μόνο την απελπισία». Και η αναφορά πάντως της λέξης «λαός» φαίνεται πως, ειδικά στις μέρες μας, προκαλεί και αποσυντονίζει.
Καθημερινή 21/04/2013