Για τη συλλογή διηγημάτων της Κατερίνας Έσσλιν,
«Γαμ.» (εκδ. Απόπειρα)
Πολύς λόγος για τη μικρή φόρμα τελευταία: από τη μια η επιστροφή στο διήγημα, με πολλούς νέους συγγραφείς να δίνουν πολύ αξιόλογα δείγματα δουλειάς· από την άλλη, η επιβεβλημένη συνοπτικότητα του Διαδικτύου που μεταβάλλει τις κειμενικές και αναγνωστικές πρακτικές. Πολύς λόγος για κάτι που ανέκαθεν θεωρούνταν όμορφο, όπως έλεγε ο Χριστόφορος Μηλιώνης πριν από κάμποσα χρόνια, «το μικρό είναι όμορφο». Η βραχυλογία, η λιτότητα, η πύκνωση είναι όμορφα. Και συχνά λένε πολύ περισσότερα από τις σχοινοτενείς αναλύσεις.
Σ αυτό το κλίμα εντάσσονται και τα «μυθιστορήματα του ενός λεπτού» της Κατερίνας Έσσλιν, που εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 2011 με άλλα μυθιστορήματα του ενός λεπτού, που είχαν τίτλο «Ο μισός βέσπα». Η νέα συλλογή μικρο-μυθιστορημάτων έχει έναν ακόμη πιο προκλητικό τίτλο: «Γαμ.», που εξηγείται στη συνέχεια στο πιο σύντομο κείμενο του βιβλίου. Στο μεταξύ αφήνει τον αναγνώστη να συμπληρώσει τη λέξη, όχι και πολύ δύσκολα προφανώς.
Ιστορίες πρωτοπρόσωπες, εσωτερικοί μονόλογοι, ροή της συνείδησης, μοιάζουν να παίζουν με τις λέξεις, που γίνονται ανάλαφρες μέσα σε αλλόκοτες συνομιλίες, φανταστικές περιγραφές, μέσα σε έναν κόσμο που στροβιλίζεται διαρκώς, πολύχρωμος, για να κρύψει μέσα στην κίνησή του αυτό που δεν ομολογείται, αλλά αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα του: τη θλίψη που κλίνεται συνεχώς από την αρχή, για αυτά που έγιναν κι εκείνα που δεν έγιναν, για αυτούς που λείπουν, για τη ματαίωση, τα απωθημένα, την έλλειψη αγάπης, το φόβο, τη μοναξιά, τη μοναξιά, τη μοναξιά... Απέναντί της, η μεγάλη χαρά που θα μπορούσε να υπάρξει. Μια χαρά που όταν χαρίζεται είναι τόσο δυνατή που μετακινεί ακόμη και πόλεις: φέρνει το Λονδίνο και το ακουμπά πάνω στην Αθήνα λόγου χάρη, όπως στο «Αθίνο» το πρώτο διήγημα, γραμμένο μισό αγγλικά μισό ελληνικά, στακάτο, γρήγορο, γεμάτο υποσχέσεις που, όπως πάντα, δύσκολα τηρούνται, αλλά τουλάχιστον αφηγηματικά δικαιώνονται. Ένας μεγάλος έρωτας που θα μπορούσε να υπάρξει και να ανθίσει, εάν...
Παιδιά που θέλουν γάτα και καταλήγουν με λούτρινο που ζωντανεύει κάποτε· νέες κοπέλες που χαϊδεύουν τα μαλλιά των ποιητών στην ακρογιαλιά πριν πάνε να κάνουν πιστολάκι σε στριμμένες κυρίες και ονειρεύονται την άλλη ζωή, αλλού, στην Αθήνα· θερινά σινεμά που καταργούν εδραιωμένους πόθους· φάρσες για να κυλήσει το βράδυ και πάρτι γενεθλίων λίγο πριν από την κηδεία· νυφικά σε σάκους αντί για ναρκωτικά και υπέροχες ανθοδέσμες που δεν καταλήγουν ποτέ σε εκείνους για τους οποίους αγοράστηκαν.
Η Έσσλιν ανοίγει μια μαύρη τρύπα, σαν αυτή στον ουρανό στο «Μπλοκμπάστερ» από την οποία πέφτουν γόβες στιλέτο και άλλα επικίνδυνα για να συντελεστεί ειρωνικά το τέλος της Ελλάδας κάτω από το βάρος μιας ασήκωτης ελαφρότητας. Ανοίγει λοιπόν μια μαύρη τρύπα στις ιστορίες της, ώστε να μπορούν όλα τα ενδεχόμενα να υλοποιούνται και μετά να γυρίζουν πίσω, στο πεδίο της ενδεχομενικότητας και πάλι από την αρχή. Αυτή την πόρτα τη βλέπει μόνο η ίδια, όπως την καταπακτή ο μικρός με τη γάτα, αλλά τις αλλεπάλληλες διαδρομές των πιθανών εκβάσεων, τις βλέπουν όλοι, την περιδίνηση αυτού που είναι αγκαλιά με αυτό που δεν είναι ή δεν θα είναι ποτέ πια, ενώ επρόκειτο να είναι για πάντα.
Μένει να δει κανείς τι μένει μετά τον ίλιγγο, λεκτικό και υπαρξιακό, που τον καταλαμβάνει διαβάζοντας τις ιστορίες αυτές, όπου η γλώσσα, όπως ωραία σημειώνει ο Αχιλλέας Κυριακίδης στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «ακόμα και με λέξεις ατελείς, ημιτελείς, συγκεκομμένες [...] την κάνει τη δουλειά της μια χαρά και κόκαλα τσακίζει». Ίσως όμως να πρέπει και η ίδια η Εσσλιν να δει άλλες δυνατότητες που της δίνει η γλώσσα και η αφήγηση, πέραν του ιλίγγου που πολύ καλά ξέρει να προκαλεί.
Καθημερινή 14/04/2013