Για το βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο, Φύλλο μηδέν
(μετ. Έφη Καλλιφατίδη, εκδ. Ψυχογιός)
Φωτιά στους κύκλους των εφημερίδων και των ΜΜΕ εν γένει έβαλε ο Ουμπέρτο Έκο με το τελευταίο του βιβλίο: ένα μυθιστόρημα συντομότατο, για τα μέτρα του Έκο, στην ίδια γραμμή σκέψης που τον οδηγεί από το Gruppo 63 ακόμη, όταν διερευνούσε την αλλαγή στη συνθήκη του συγγραφέα και του διανοούμενου αλλά και των Μέσων μαζικής ενημέρωσης μετά τον πόλεμο· στην ίδια κατεύθυνση με τα προηγούμενα μυθιστορήματά του, όπου το πλασματικό – μέσα από τον λόγο και το κείμενο – γεννά πραγματικότητα και καταιγισμό γεγονότων· αλλά με μια λίγο διαφορετική απαισιοδοξία. Και, ως εκ τούτου, προθετικότητα.
Ο Έκο μιλά για την Ιταλία και κατακεραυνώνει τις εφημερίδες της – είναι ωραία η σύγκριση με τη Γαλλία στη συζήτησή του με τον γνωστό για τα κείμενά του ενάντια στη Μαφία και τη διαπλοκή Ρομπέρτο Σαβιάνο στο Espresso, όπως απολαυστική είναι και η συζήτησή του με τον εκδότη του Espresso Σκαλφάρι – αλλά και τη γενικότερη συνθήκη δημοσιογραφίας και ενημέρωσης στη Δύση. Περιγράφει τη «μηχανή παραγωγής λάσπης» του κιτρινισμού, σε ένα κείμενο απλό σε μια πρώτη ανάγνωση, ικανό να προσεγγίσει και να προβληματίσει το ευρύ κοινό – αν ακόμη κάτι τέτοιο μπορεί να είναι δυνατόν, όπως αναρωτιέται στο τέλος του μυθιστορήματος, αφού το κοινό έχει αναισθητοποιηθεί από την υπερβολική δόση Κακού στην οποία εκτίθεται και έχει βραχεία μνήμη.
Ο Έκο τοποθετεί τη δράση του μυθιστορήματός του το 1992, την απαρχή της παντοκρατορίας του Μπερλουσκόνι, του οποίου είναι ορκισμένος εχθρός. Στο επίκεντρο μια εφημερίδα που δημιουργείται μόνο και μόνο για εκβιαστικούς λόγους και στελεχώνεται από διάφορους αποτυχημένους με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, κουσούρια αλλά και προσόντα. Για όλους έχει μια καλή κουβέντα. Για τη λογιοσύνη που είναι προνόμιο των αποτυχημένων και χαρακτηρίζει τον βοηθό αρχισυντάκτη-μαύρο συγγραφέα ενός βιβλίου που γράφεται εκ παραλλήλου με το πείραμα της εφημερίδας, σε μια λογική ο εκβιάσας του εκβιάσαντος και ούτω καθεξής. Για τον αυτισμό της μικρής παρ’ ολίγον φιλολόγου που όμως της ανοίγει άλλες οπτικές. Για τη συνδυαστική ικανότητα του συνωμοσιολόγου και δολοφονηθέντος Μπραγκαντότσο με το σπενσερικό όνομα.
Είναι όλοι άνθρωποι χαμένοι που αναζητούν μια τελευταία ευκαιρία, γίνονται υποχείρια του μιντιακού συστήματος και εργάζονται υπέρ του χειρισμού της κοινής γνώμης με βάση μια σειρά από κανόνες που περιλαμβάνουν ακόμη και τις συγκεκριμένες εκφράσεις που οφείλουν να χρησιμοποιούν προς πειθαναγκασμό των αναγνωστών. Σε τρείς σελίδες που συνοψίζουν πολλές κοινωνιογλωσσικές προσεγγίσεις της γλώσσας της δημοσιογραφίας, ο κατά πρώτον και κύριον σημειολόγος Έκο δείχνει πώς ο ξεπεσμός του νοήματος περνά μέσα από τη την αποστέωση της γλώσσας, που παύει να σημαίνει:
Ο αναγνώστης περιμένει αυτές τις εκφράσεις, έτσι τον έμαθαν όλες οι εφημερίδες. Ο αναγνώστης καταλαβαίνει εκείνο που συμβαίνει μόνο αν του πεις πως είμαστε με την πλάτη στον τοίχο, η κυβέρνηση αναγγέλλει δάκρυα και αίμα, ο δρόμος είναι ανηφορικός, η Προεδρία της Δημοκρατίας ετοιμάζεται για πόλεμο, ο Κράξι χτυπάει στο δόξα πατρί, δεν πρέπει να δαιμονοποιούμε, δεν υπάρχουν περιθώρια για υπαναχωρήσει, φτάσαμε στο παραπέντε ή βρισκόμαστε στο μάτι του κυκλώνα. […]
Όπως ο ίδιος λέει στη συνομιλία του με τον Σκαλφιέρι, η εφημερίδα του είναι φτιαγμένη σαν πίνακας του Αρτσιμπόλντο (μια από τις 4 εποχές του, που παρουσιάζονται σαν ανθρώπινο προφίλ καμωμένο από χαρακτηριστικά οπωρικά της εποχής): ένα αχλάδι, μια μπανάνα, ένα ψάρι, ένα ρόδι, μια ντομάτα.
Αλληγορικά στοιχεία της δημοσιογραφίας κατανεμημένα σε πολλά μέσα, αποτυπώνουν εδώ συγκεντρωμένα την τεράστια διαστρέβλωση της κοινής γνώμης στην οποία επιδίδονται ένα-ένα και όλα μαζί τα ΜΜΕ. Συνωμοσιολογία, κατασκευή της είδησης και κατ’ αναλογία του εχθρού, απόκρυψη και κατασυκοφάντηση διδαγμένες σε ταχύρρυθμα τμήματα, παρείσφρηση μυστικών υπηρεσιών στις εφημερίδες με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει, και τα λοιπά, και τα λοιπά.
Η πρόσφατη σχετικά συλλογή κειμένων του Κατασκευάζοντας τον εχθρό αποτύπωνε τη βεντάλια των ενδιαφερόντων του, με έμφαση στη λογοκρισία των σύγχρονων ΜΜΕ, που θάβουν το νόημα κάτω από την ακατάσχετη φλυαρία. Σε αντίθεση με τα ΜΜΕ, ο Έκο αποφασίζει στο τελευταίο του αυτό κείμενο να είναι λακωνικός, χωρίς να αρνιέται τις χαρακτηριστικές του εμμονές – τις λίστες λόγου χάρη, που εμφανίζονται με τα διάφορα μοναχικά τάγματα, ή την έντονη διακειμενικότητα που σημαίνεται ελάχιστα, σαν τη γυμνή καρδιά που παραπέμπει στον Μπωντλαίρ, αλλά μόνο για τους μυημένους, τους λόγιους που συνήθως είναι λούζερς. Γίνεται λακωνικός γιατί στόχο έχει να αφυπνίσει, ει δυνατόν, τον κόσμο. Να δείξει, με τρόπο γκροτέσκο έστω, πως το μπαρόκ έχει χάσει το κιαροσκούρο του αλλά το Η ζωή είναι ένα όνειρο του Καλντερόν συνεχίζει να είναι απολύτως επίκαιρο, κι αυτό χάρη στη μηχανή παραγωγής γεγονότων και λάσπης που είναι τα ΜΜΕ.
Καμία αφηγηματική εκζήτηση, κανένα βάθος στα πρόσωπα που είναι μάλλον καρικατούρες, καμία δύσκολη πλοκή, καμία ένταση, όλα είναι ουδέτερα για να αναδειχτεί το ένα, κύριο και βασικό: ο τύπος είναι διαπλεκόμενος, ο τύπος χαλκεύει την αλήθεια, ο τύπος χειραγωγεί, δοσμένο με χιούμορ, σαρκασμό, μια δόση σασπένς και μεγάλη δόση δηλητηρίου.
Δεν υπάρχει διαδίκτυο (για το οποίο μιλά συστηματικά), το κινητό είναι στις απαρχές του, αλλά η κριτική του δεν αφορά μόνο τα έντυπα. Αφορά την τεχνική, τη μηχανική παραγωγής του ψεύδους, που χαρακτηρίζει ακόμη πιο έντονα το διαδίκτυο λόγω της διάχυσης, όπως λέει σε μια συνέντευξή του. Ένας Έκο όπως πάντα και μαζί ένας Έκο πολύ διαφορετικός: το βιβλίο μοιάζει σαν μια κραυγή, ένα προμήνυμα κινδύνου για τη δημοκρατία που διαρκώς υποβαθμίζεται. Κλείνει μια μεγάλη συζήτηση που άνοιξε στον 18ο αιώνα για τη σχέση των δημοσιογράφων με τη γραφή και τη λογοτεχνία και κορυφώθηκε με τα μεγάλα μυθιστορήματα των απαρχών της δημοσιογραφίας στον 19ο αιώνα αρχικά και τα μεγάλα έργα, μυθιστορηματικά και κινηματογραφικά, του 20ου αιώνα, από τον Φιλαράκο του Μωπασσάν ως το Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου. Κλείνει μια εποχή που δεν μπορεί παρά να τελειώσει, εύκολα ή δύσκολα, καλά ή κακά, σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο. Ενδεχομένως από την ελευθερόφρονα συνιστώσα του διαδικτύου, από τους χάκερς όπως τους περιγράφει ο Μακ Κένζι Γουάρκ.
Le Monde Diplomatique 01/06/2015