Λίγο καιρό πριν από την κατάρρευση του μυκηναϊκού βασιλείου της Πύλου, οι πινακίδες της γραφής Γραμμικής Β αποτύπωναν προετοιμασίες που ενδεχομένως δήλωναν απειλή πολέμου, ή εν πάση περιπτώσει, καταστροφής. Η πολύ σημαντική πινακίδα Jn 829 καταγράφει το αίτημα των αρχών προς τους τοποτηρητές των οικισμών της Πύλου / Μεσσηνίας να συγκεντρώσουν χαλκό από τους ναούς, ώστε να κατασκευαστούν ακόντια και δόρατα. Η ακόμη πιο σημαντική πινακίδα Tn 316, που εικονίζεται παραπάνω, είναι, σύμφωνα με ερευνητές, γραμμένη λίγο πριν από την καταστροφή των ανακτόρων ‒ εξού και το τρεμάμενο χέρι του γραφέα και οι γραμμές που χάραξε και παρέμειναν κενές. Χάρη στην πινακίδα αυτή γνωρίζουμε ότι το ανάκτορο της Πύλου καταστράφηκε άνοιξη, τον μήνα που ξεκινάνε να αρμενίζουν τα καράβια.
Μπορεί η εν λόγω πινακίδα, η οποία μιλά για προσφορές σε θεούς και θεές και ενδεχομένως ανθρωποθυσίες, να είναι όντως γραμμένη υπό πίεση και οι προσφορές να γίνονται εκτάκτως, υπέρ σωτηρίας. Μπορεί και όχι, όπως άλλοι επιστήμονες υποστηρίζουν. Το βέβαιο είναι ότι η Πύλος κατέρρευσε και σ’ αυτές τις διοικητικές πινακίδες μπορεί κανείς να διαβάσει, συμπληρώνοντας με τη φαντασία του τα κενά, έναν αρχαιότατο ξεριζωμό της Μεσογείου.
Οι μνήμες του ξεριζωμού είναι λοιπόν πολύ παλιότερες από ό,τι συνήθως φανταζόμαστε, κι αυτές ακριβώς οι μνήμες πρέπει σήμερα να αφυπνιστούν, ειδικά στην Ευρώπη, ώστε η τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή που η Δύση δημιούργησε στη Συρία και τόσες άλλες χώρες της Εγγύς και Μέσης Ανατολής να αντιμετωπιστεί, έστω και εκ των υστέρων, με την ελάχιστη αξιοπρέπεια ‒ και πλήρη επίγνωση ότι μόνο το τέλος των πολέμων και η πραγματικά ελεύθερη ανάπτυξη των χωρών αυτών με εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία θα αναστείλει μονίμως τις προσφυγικές ροές.
Η λογοτεχνία είναι μνήμη και διαφυλάσσει τη μνήμη. Είναι μια κατεξοχήν μνημονική πράξη που διασώζει και τις μνήμες του ξεριζωμού, της προσφυγιάς στην οικουμενικότητά τους. Ενίοτε μάλιστα, όπως στην περίπτωση του Δημήτρη Νόλλα και της νουβέλας του Ναυαγίων πλάσματα (Κέδρος, 2009),προλέγει τα μελλούμενα, ευθέως ή/και εκ του αντιθέτου. Πώς να μη σκεφτεί κανείς πόσο άτυχοι ήταν τα δυο παιδιά, ο Αϊλάν και ο Γκαλίπ, και η μητέρα τους, η Ρεχάν, που δεν βρήκαν, σαν την Ασμάτ και το ανιψάκι της στη νουβέλα του Νόλλα, μια ξύλινη πόρτα μπροστά τους, να τους χωρίσει από τον θάνατο, να τους χαρίσει στη σωτηρία… Έτσι, οι «ασημένιες βελόνες» της θάλασσας, «κομματάκια σπασμένος καθρέφτης», τους οδήγησαν στην «πομπή [των] πνιγμένων». Κι από κει σε μια ακρογιαλιά της Μεσογείου, με τους τόσους νεκρούς στο βυθό της.
Οι πρόσφυγες περνούν θάλασσες πολλές. Πραγματικές και μεταφορικές. Κύματα υδάτινα και άλλα της αδιαφορίας, αν όχι της εχθρότητας. Πελάγη ήσυχα αλλά όχι ακίνδυνα και θύελλες που δεν τις χωράει ο νους. Σαν αυτή που ζωντανεύει στο διακείμενο του Νόλλα, το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Ναυαγίων ναυάγια» ‒ κι ας μην έχει να κάνει το κείμενο με πρόσφυγες. Η εικόνα, αν συνδυαστεί με την πομπή των πνιγμένων που κάθε μέρα μεγαλώνει, συγκλονίζει:
«Πελώριον κύμα, λυσσωδέστερον των άλλων, εκορυφώθη ου μακράν της ακτής, μανιώδες παφλάζον, μετά ροίβδου φοβερού ρηγνύμενον κατά του βράχου, αφήσαν οπίσω τους ασθενεστέρους του συντρόφους, αναλαβόν δε αυτό τον αγώνα, ως νά έτρεφεν ατομικόν πάθος κατά του ελαφρού σκάφους, ελεεινού φελλού, περιφέροντος εν εαυτώ, προς τη συμφυεί ελαφρότητι του ξύλου, και την τρικέφαλον ανθρωπίνην κουφότητα των ναυβατών. Σφοδρότατος Εύρος είχεν αρχίσει να φυσά από της δείλης, συρίζων λυσσωδώς εις θαλάσσας και ηπείρους, συσφίγγων και περιελίσσων εγγύθεν τα κύματα, εμβάλλων δίνας και στροβιλισμούς εις το πέλαγος, πεδίον άπειρον ασπόνδου πολέμου, όπου δυσδιάκριτον ήτο τό τε όρμητήριον και η κατεύθυνσις του εχθρού. Ο ορίζων είχε συσκοτασθεί ήδη πριν δύσει ο ήλιος, και ουρανός μολύβδινος, στυγνός και αφεγγής, εκρέματο ύπερθεν αγρίως μαινομένου πελάγους, άφωνος επί βρέμοντος, ακίνητος επί συνταραττομένου, ως θόλος σκοτεινού τζαμίου επί δαπέδου ορχουμένων δερβισών. Είτα κατήλθε κατά μικρόν η νυξ, συγχέουσα και συγκαλύπτουσα διά της αμέτρου μαυρίλας της την αταξίαν της πλάσεως, κρύπτουσα επάνω τούς αστέρας και κάτω τας ηπείρους και τας θάλασσας. Τρία άστρα έτρεμον άνω προς βορράν, πότε συγκρυπτόμενα, πότε επιφαινόμενα, έτοιμα να πέσωσιν εις το ατέρμον κράτος του Ποσειδώνος να ταφώσι, και άλλα δύο έφαινον προς μεσημβρίαν, ετοιμόσβεστα, ως λύχνοι πενιχράς καλύβης χωρικού εν ενιαυτώ αφορίας. Και τα κύματα φρίσσοντα, ορχούμενα, λυσσώντα, εθραύοντο μετά παιδικής πεισμονής κατά του βράχου, ηττώμενα αλλά μη καταβαλλόμενα, υπερήφανα ως να είχαν την συνείδησιν του ισχυροτέρου και της τελικής νίκης την πρόγνωσιν. Και έν κύμα πελώριον, φουσκωμένον, εωσφορικόν, πλαταγίζον, ογκούμενον, ως να είχεν εισέλθει κι εκρύπτετο έσω αυτού το δαιμόνιον του μίσους, φαντάζον οιονεί υγρόν κήτος, προτείνον αφρούς αντί οδόντων λευκών, συνέλαβεν ως διά πελωρίας αρπάγης, από τήν πρύμνην και από την πρώραν, από την τρόπιν και από τας δύο πλευράς, το μικρόν σκάφος, και φέρον το έρριψεν επί του βράχου, όπου μετά φοβερού ροίβδου και πολυκτύπου πλαταγισμού ο ασθενής φλοιός κατασυνετρίβη, διά νά πέσει πάλιν εις τε¬μάχια εις τα πολλά μικρά κύματα, εις ά διελύθη εν ακαρεί το εν, το μέγα, τα οποία μετά φλοίσβου θωπευτικού εδέχθησαν την βοράν των.
Δεν ήτο όλως απόκρημνος η ακτή. Η παραλία τοιαύτη οίαν ηδύνατό τις κατά την ερεβώδη, την άναστρον και ασέληνον εκείνην νύκτα να την διακρίνει, θα ήτο γλυκεία και φιλομειδής υπό τας ακτίνας του φθινο¬πωρινού ηλίου, πριν πνεύσει ο Εύρος, ο εμφυσήσας την μανίαν του εις τα κύματα. Είς μόνος υψηλός βράχος υπήρχε, διατείνων εις την θάλασσαν τας ρίζας, όπου αμέσως εβαθύνετο το ύδωρ. Και διά τούτο εφάνη ότι το κύμα, ή ο κρυπτόμενος εν αυτώ δαίμων, είχεν εκλέξει τον βράχον εκείνον, μεμονωμένον μεταξύ δύο αμμωδών αιγιαλών, επίτηδες, διά να συν¬τρίψει κατά των νώτων αυτού το ελαφρόν σκάφος.»
Καταιγίδες σαν αυτές περνούν παιδιά μόνα τους, σαν τον δεκάχρονο Εναϊτολάχ, που ξεκίνησε από το Αφγανιστάν και κατάφερε να φτάσει στην Ιταλία και να βρει μια νέα ζωή (Φάμπιο Τζέντα, Στη θάλασσα κολυμπάνε κροκόδειλοι, Ψυχογιός). Πολλά από αυτά καταλήγουν σε γλυκείες και φιλομειδείς ακτές σαν αυτή που υποδέχτηκε τον ανυπεράσπιστο Αϊλάν νεκρό, υπό τας ακτίνας του φθινοπωρινού ήλιου.
Φωτιά, μαχαίρι, θάλασσα, προσφυγιά. Μια εικόνα χαραγμένη στο συλλογικό ασυνείδητο, απωθημένη και απωθητική.
«Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω από την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δέντρα, το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη, το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν, να φεύγουν κυνηγημένοι απ’ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Και λογίζονταν τυχεροί που αντάλλαξαν το έχει τους, την πατρίδα τους, το παρελθόν τους με μια στάλα σιγουριά… Άρπαξαν βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια και πέρασαν τη θάλασσα σ’ έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι, άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας, του Βόλου, της Πάτρας.
[…]
Τρέμαν ακόμα από το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ’ το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ’ αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα, κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές και στα καζάντια…
Μικροί μεγάλοι στριμωχνόμαστε στις παραλίες αποβλακωμένοι, άβουλοι, με μια έμμονη ιδέα ο καθένας, κι άλλος με μια άνοια αποκρουστική. Οι πιο τυχεροί ξεδίναν, γιατί κλαίγανε και βρίζανε και μούγκριζαν από πόνο.
(Διδώ , Μέσα στις φλόγες, Κέδρος, 1978).
Δεν χρειάζεται καν να βγάλει κανείς το επίθετο «τούρκικο» από το μαχαίρι σήμερα, αφού οι Κούρδοι δεν σφυροκοπούνται μόνο από το ISIS, αλλά και από τους Τούρκους και φεύγουν κυνηγημένοι από όλους κι από παντού. Έλληνες τότε, Σύριοι σήμερα, διαφορά καμία, αναλογίες κάμποσες. Το 1923, οι Έλληνες συνέρρεαν στη Συρία.
Σήμερα, οι Σύριοι συρρέουν στην Ελλάδα, στη Μυτιλήνη, στη Λήμνο, στα νησιά του Βορείου Αιγαίου. Κατατρεγμένοι, ορφανεμένοι, σαν τον Κρητικό του Σολωμού, του πολεμιστή της κρητικής επανάστασης του ΄21 που χάνει τα πάντα, πριν χάσει και τη γη για την οποία πολέμησε και την αγαπημένη του.
Τ᾿ ἀδέλφια μου τὰ δυνατὰ οἱ Τοῦρκοι μοῦ τ᾿ ἀδράξαν,
τὴν ἀδελφή μου ἀτίμησαν κι ἀμέσως τὴν ἐσφάξαν,
τὸ γέροντα τὸν κύρη μου ἐκάψανε τὸ βράδυ
καὶ τὴν αὐγή μοῦ ρίξανε τὴ μάνα στὸ πηγάδι.
Στὴν Κρήτη…………..
Μακριὰ ῾πὸ κεῖθ᾿ ἐγιόμισα τὲς φοῦχτες μου κι ἐβγῆκα.
Βόηθα, Θεά, τὸ τρυφερὸ κλωνάρι μόνο νά ῾χω•
σὲ γκρεμὸ κρέμουμαι βαθύ, κι αὐτὸ βαστῶ μονάχο».
Έντεκα συγγενείς του τραγικού πατέρα του Αϊλάν και του Γκαλίπ σφαγιάστηκαν από τον ISIS, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Ο Κρητικός απιθώνει στο γιαλό την αρραβωνιαστικιά του κι είναι πεθαμένη. Ο πατέρας των δυο παιδιών τα βλέπει να πνίγονται. Πόνος που δεν μπαίνει σε λέξεις. Όπως αυτός της εξορίας. Τον περιγράφει ένας μαχητής του Δημοκρατικού στρατού στην Ισπανία, από εκείνους που έφτασαν στα Πυρηναία τον Γενάρη του 1939, τελευταίοι μετά τους αμάχους, μετά την πτώση της Βαρκελώνης, με την ανάσα των φρανκιστών στον τράχηλο ‒ πεντακόσιες χιλιάδες ψυχές στα σύνορα μιας Γαλλίας απροετοίμαστης, με σχεδιασμό για την υποδοχή 15.000 προσφύγων:
«Πολλές φορές ευχήθηκα να είχα πεθάνει, γιατί ποτέ μου δεν φαντάστηκα ότι η θλίψη μπορεί να κάνει τόσο κακό σ’ έναν άνθρωπο. Μοιάζει με μαχαίρι μόνιμα καρφωμένο στο στήθος, κάτι που σε καίει αλλά ταυτόχρονα σου παρατείνει τη ζωή, μια αγωνία που όσο σε βασανίζει τόσο σε απομακρύνει από τον θάνατο. Πιστεύω πως κάτι ανάλογο συμβαίνει και μ’ εκείνους τους άγριους ταύρους που αρνούνται πεισματικά να πεθάνουν μέχρι να τους μπήξει μια πονετική ψυχή τη σπάθα στο σβέρκο».
(Αντρές Τραπιέγιο, Μέρες και νύχτες, Πόλις)
Τη συγκλονιστική ισπανική υποχώρηση, την retirada, τη σιωπηλή αναμονή στα σύνορα με τη Γαλλία, την περιγράφουν στην εναρκτήρια πρότασή τους οι Κομμουνιστές του Λουί Αραγκόν, μια πρόταση δεκαπέντε γραμμών, που περιγράφει πώς το «σκοτεινό ποτάμι των νικημένων» φτάνει σαστισμένο στα Ανατολικά Πυρηναία «περιμένοντας να συναντήσει τη θλίψη και τη γαλλική γενναιοδωρία, αλλά το υποδέχονται στρατιώτες και χωροφύλακες», «μέσα στο χάος και τον αιφνιδιασμό μιας διοίκησης που έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά καθώς δεν είχε τίποτα προβλέψει, ούτε αυτή την εισβολή της δυστυχίας, ούτε τις γυναίκες που σωριάζονταν εξαντλημένες στους δρόμους, ούτε τους γέροντες που ξεψυχούσαν ήσυχα μες στη λάσπη, ούτε τα χαμένα παιδιά που ξεφύτρωναν παντού στην ύπαιθρο…» (Σύγχρονη Εποχή).
Η εικόνα του Σαιντ-Εξυπερύ, που το έργο του μεταφράζεται αναπάντεχα στις μέρες μας στα ελληνικά, είναι πιο απλή, αλλά ολοζώντανη, κι ας είναι διαφορετικό το πλαίσιο: «στον Βορρά δώσαμε μια γερή κλοτσιά στην μυρμηγκοφωλιά και τα μυρμήγκια πήραν δρόμο. Με κόπο. Χωρίς πανικό. Χωρίς ελπίδα. Χωρίς απελπισία. Σαν λες από καθήκον.» (Πολεμικός πιλότος, Ψυχογιός). Η κλοτσιά, κλοτσιά, ίδια πάντα. Ο τόπος αλλάζει. Μόνο. Κι οι αυτουργοί. Κάτω το ερειπωμένο Κομπάνι.
Le monde diplomatique 05/09/2015