Τα ποιητικά, Τεύχος 4ο, Δεκέμβριος 2011
Ο Γιάννης Βαρβέρης εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή το 1975, Εν φαντασία και λόγω, η οποία συνομιλεί απροσδόκητα με την τελευταία, μεταθανάτια συλλογή του, δηλώνοντας το πέρασμα από τα κείμενα στη ζωή την ίδια. Η αρχή, καβαφική: «το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου / είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι»• στο τέλος, η μητέρα: «βαθέος γήρατος». Λίγο αργότερα, το 1983, στην εισαγωγή του στα ποιήματα και τα τραγούδια του Ζωρζ Μπρασένς που μεταφράζει, παραθέτει μια συνέντευξη του Μπρασένς που λέει: «Η λύπη αισθητικά αξίζει πολύ περισσότερο απ’ τη χαρά. Θυμήσου τον Έντγκαρ Πόε που αναρωτιέται: “Ποιο είναι το πιο πανανθρώπινο συναίσθημα; Η μελαγχολία. Κι η πιο μελαγχολική έκφραση της αγγλικής γλώσσας; Never more, ποτέ πια”». Ορίζοντας και τη δική του ποιητική, αυτή την υπόρρητη λύπη, συχνά υπονομευμένη από τον σαρκασμό, μια λύπη αγέρωχη, σαν τον ίδιο τον Γιάννη.
Τη «μεταγραφή» του Μπρασένς, όπως την ονομάζει, τη χαρακτηρίζει ως «προϊόν μιας πολύχρονης ίσως δε και μονομανούς προσήλωσής του στην περίπτωση Μπρασένς». Οι chansonniers, και ειδικά ο Μπρασένς και ο Λεό Φερέ, θα σημαδέψουν το έργο του, με την αθυροστομία και την ελευθεριότητά τους, αλλά και τη συγκρατημένη θλίψη, την μετρημένη αγωνία, τα ανατρεπτικά τους παραμύθια. Ο Βαρβέρης στο Γορίλα δεν προκρίνει μόνο τη μεταγραφή έναντι της μετάφρασης, με όλες τις συνδηλώσεις της επιλογής του. Καταθέτει και μια μεταφραστική ποιητική, την οποία θα υπερασπιστεί στη θεατρική μετάφραση κυρίως, κρατώντας για την ποίηση μια μεγαλύτερη πιστότητα. Έτσι κάνει λόγο για «εύστοχη αναλογία», η οποία παραπέμπει, όπως λέει, «γλωσσικά και ατμοσφαιρικά σε ό,τι αντίστοιχο ελληνικό» θα μπορούσε να αποδώσει την ιδιαιτερότητα της ποίησης του Μπρασένς. Αρκετά αργότερα, στο κείμενό του «Περί μετακομίσεων», θα υπογραμμίσει αυτή την έννοια της αναλογίας στη θεατρική μετάφραση, κάνοντας λόγο για «αναλογική μίμηση», με την έννοια ότι ο μεταφραστής ξαναγράφει το κείμενο στη γλώσσα υποδοχής κατά τρόπο ώστε η πρόσληψή του να γίνεται με φυσικότητα από την εποχή και τη γλώσσα.
Η σύντομη αναφορά αυτή στις απαρχές της μεταφραστικής πρακτικής του Γιάννη Βαρβέρη δεν αποτελεί προοίμιο μιας αναλυτικής παρουσίασης των μεταφράσεών του, αδύνατης στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Είναι απλώς μια ενδεικτική πρώτη νύξη στην ενότητα του έργου του, ιδωμένη από τη σκοπιά των μεταφράσεών του, οι οποίες πέραν του ότι καταδεικνύουν εκλεκτικές συγγένειες, ενισχύουν την ποιητική του – και μάλιστα συχνά προλέγουν την εξέλιξή της. Ως προς αυτό είναι σημαντική λοιπόν η συστηματική αναφορά του και μέσα από τη μετάφραση στον υπερρεαλισμό (το 1982 είχαν κυκλοφορήσει ταυτόχρονα μεταφράσεις του τού Πρεβέρ και της Λεονόρα Κάρινγκτον, που και οι δύο σχετίζονται άμεσα με τον υπερρεαλισμό, αλλά και συμμετέχει στη μετάφραση της Ανθολογίας του μαύρου χιούμορ), με τον οποίο τον συνδέει αυτό το μαύρο χιούμορ, το αλλόκοτο, το υπερπραγματικό που δεν γίνεται μεταφυσικό -έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο παραλληλισμός του Πρεβέρ, στην εισαγωγή του 2001, με τον Ανρί Μισώ, σε επίπεδο χιούμορ και εκτός μεταφυσικής- στοιχεία που συναντάμε ως και στην τελευταία μεταθανάτια συλλογή του. Από την άλλη, το Πάσχα στη Νέα Υόρκη του Μπλαιζ Σαντράρ, προδρόμου του υπερρεαλισμού, το 1999, μεταφρασμένο με μεγάλη πιστότητα αλλά και ευρηματικότητα, εισάγει ένα προβληματισμό που μια δεκαετία μετά θα εκφραστεί στο Ο άνθρωπος μόνος. Ή μάλλον, για να ακριβολογούμε, επαναφέρει υπό άλλη οπτική, τη γενναιότητα του Μπρασένς απέναντι στον θάνατο, εν τη απουσία του Θεού. Έχει προηγηθεί, και πάλι προεξαγγελτικά αλλά σε άλλο επίπεδο, η συλλογή ποιημάτων αποχαιρετισμού Σα μουσική τη νύχτα, στην οποία ο θάνατος τίθεται σε ποικίλα πλαίσια, όλα ενδεικτικά των αναφορών του. Μετά ήρθε ο άλλος θάνατος, ο αληθινός, το never more. Που με έναν τρόπο μόνο αναιρείται, πέρα από τη θύμηση, με τα κείμενα που τα δικά του κείμενα και ποιήματα θα συνεχίσουν να γεννούν. For ever.