«Όταν η Κίνα ξυπνήσει, θα σειστεί ο κόσμος», προέλεγε ο Ναπολέων στην Αγία Ελένη. Τριάντα χρόνια από τον θάνατο του Μεγάλου Τιμονιέρη, του Μάο Τσε Τουνγκ, και το τέλος της αιματοβαμμένης Πολιτιστικής Επανάστασης, που άφησε πίσω της εκατομμύρια νεκρούς, η Κίνα παραμένει Λαϊκή Δημοκρατία, το ΚΚΚ εξακολουθεί να κατέχει την πρωτοκαθεδρία και το κράτος τα σημαντικότερα μέσα παραγωγής. Παράλληλα, με δεδομένες τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές που το ίδιο αυτό Κόμμα έχει υιοθετήσει, ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους αποδεικνύεται, υπό μία έννοια, σωτήριος, αν σκεφτούμε τη διάλυση της ΕΣΣΔ, η κατάρρευση της οποίας αποτέλεσε προφανώς μεγάλο σχολείο για τους Κινέζους.
Η σύγχρονη κινεζική λογοτεχνία καθρεφτίζει αυτήν τη διελκυστίνδα ανάμεσα στο κλείσιμο και το άνοιγμα, το εθνικό και το παγκόσμιο, τη νεωτερικότητα και την παράδοση, που χαρακτηρίζει την Κίνα σήμερα. Μια Κίνα που έχει ξυπνήσει για τα καλά και προκαλεί κραδασμούς στην παγκόσμια οικονομία, αλλά παρ’ όλα όσα νομίζουμε ότι γνωρίζουμε γι’ αυτήν, στερεοτυπικά ενδεχομένως, παρά την πρόσφατη συναναστροφή μας με τους Κινέζους μετανάστες, μας διαφεύγει. Μας διαφεύγει διότι στην ισχυρή κινεζική ιδιαιτερότητα, την οποία θαυμάσια εγγράφει η κινεζική γλώσσα, το σημαντικότερο ίσως στοιχείο της κινεζικής εθνικής ταυτότητας, προστίθεται η αγωνία του αυτοπροσδιορισμού της Κίνας, με τον πολιτισμό των σαράντα αιώνων που κουβαλάει πίσω της, στις νέες συνθήκες. Στο πλαίσιο αυτό, η σύγχρονη κινεζική λογοτεχνία, αντιφατική και πολύμορφη, δεν αντανακλά απλώς δομές και σχήματα, αλλά στην ουσία τα γεννάει η ίδια, στην προσπάθειά της να ερμηνεύσει και να δώσει απαντήσεις.
H εισβολή των Δυτικών και η «χαμένη γενιά»
Η πρώτη λογοτεχνική κίνηση μετά την καταστροφική Πολιτιστική Επανάσταση υπήρξαν τα έργα των συγγραφέων που είχαν ζήσει στο πετσί τους την «αναδιαπαιδαγώγηση» και ήθελαν να μιλήσουν για την εμπειρία της βίαιης κατάλυσης του ατόμου από τη συλλογικότητα. Είναι η λογοτεχνία «των ουλών», όπως θα ονομαστεί από το ομώνυμο διήγημα του Λιόου Σίνγου, η λογοτεχνία μιας χαμένης γενιάς η οποία θέλει να εκτονώσει την οργή και την πίκρα της. Και αποδίδει τις ευθύνες για την τρομερή αυτή καταστροφή στα «κακά στοιχεία» και όχι στο Κόμμα και στο σύστημα. Oι συγγραφείς αυτοί επανασυνδέονται με τη δεκαετία του ’20, όταν το μυθιστόρημα πρωτοεμφανίστηκε ως άξιο λόγου είδος στην Κίνα όπου παραδοσιακά κυριαρχούσε η ποίηση, και η λογοτεχνία σημαδεύτηκε από τα έργα των Pώσων και των Γάλλων κλασικών. Είναι οι «νεορεαλιστές», όπως τους ονομάζουν και παρότι η τάση αυτή σχετικά διασκορπίζεται όταν τα δυτικά γράμματα εισβάλλουν εντός ολίγου θριαμβευτικά, τόσο η θεματική όσο και η τεχνοτροπία της συνεχίζει ως σήμερα να παράγει σημαντικά έργα.
Μεταξύ των εκπροσώπων της, οι οποίοι συνεχίζοντας να γράφουν για την καταλυτική τους εμπειρία ανοίγονται όμως και σε άλλα θέματα, αναφέρουμε την Τσανγκ Κανγκκανγκ, που πέρασε οχτώ χρόνια στη Βόρεια Μαντσουρία και της οποίας το μυθιστόρημα «Ρομαντικό πάθος» πούλησε 200.000 αντίτυπα το 2000· την Φανγκ Φανγκ, τη Σι Λι, τη Γιου Τσανγκ, με τους «Αγριόκυκνους» (εκδ. Εστία)· τη Χονγκ Γινγκ με την «Κόρη του ποταμού» (εκδ. Γκοβόστη και Μεταίχμιο)· αλλά και τον νομπελίστα Γκάο Σινγκτζιάν, που στο αυτοβιογραφικό «Βιβλίο ενός άντρα μόνου» (εκδ. Λιβάνη) περιγράφει τα βιώματά του από τη σκληρή αυτή εποχή.
Tα δυτικά γράμματα
Πολύ λίγο μετά την εμφάνιση της «λογοτεχνίας των ουλών», η εκδοτική έκρηξη των δυτικών γραμμάτων που μεταφράζονται μαζικά, αν και όχι πάντα με τον καλύτερο τρόπο, στα κινεζικά, δημιουργεί μια νέα δυναμική. Οι Κινέζοι, οι οποίοι δεν μιλούν ξένες γλώσσες, ρουφούν τα κάθε λογής ξένα κείμενα και η δυτικοποίηση, την οποία ως πανάκεια ευαγγελιζόταν ο Λου Σουέν στη δεκαετία του ’20, βρίσκεται τελικά προ των πυλών στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Ο Γκάο Σινγκτζιάν εκδίδει το πρώτο δοκίμιό του για τη δυτική μοντερνιστική λογοτεχνία και συστήνει συγγραφείς όπως ο Αραγκόν, ο Ιονέσκο, ο Μπέκετ - το ΚΚΚ θα τον μεμφθεί για «μόλυνση της διανόησης». Μεταφράζονται ο Μπαρτ και ο Φουκώ, ο Τζόυς και ο Μάρκες, ο Φώκνερ και ο Χέμινγουαιη, ο Φρόυντ και ο Ντερριντά, ο Μαξ Βέμπερ και ο Χάιντεγκερ.
H μορφή του έργου
Οι Ρώσοι και οι Γάλλοι κλασικοί του 19ου αιώνα και ο Ρομαίν Ρολλάν, αλλά και η σοβιετική λογοτεχνία, παύουν να αποτελούν τα μοναδικά λογοτεχνικά πρότυπα. Μαζί με την τεχνολογία εισάγονται και οι μυθιστορηματικές τεχνικές και το μείζον ζήτημα δεν είναι πλέον το περιεχόμενο αλλά η μορφή του έργου. Οι Μα Γιουάν και Σου Σινγκ, που νωρίτερα είχαν επιχειρήσει να γράψουν σύμφωνα με τους κανόνες του «νέου μυθιστορήματος» δικαιώνονται και η Νέα Κριτική και ο στρουκτουραλισμός κυριαρχούν. Παράλληλα, η Ταϊβάν, με την οποία η Κίνα αποκαθιστά τις εκδοτικές της σχέσεις το 1986, λειτουργεί ως κερκόπορτα για την ταχεία διάδοση των ελαφρών και παραλογοτεχνικών περιπετειωδών και ερωτικών αναγνωσμάτων. Ο «μαγικός ρεαλισμός» απενοχοποιεί τους συγγραφείς που θέλουν να αναχθούν στις παραδόσεις, οι οποίες στη μαοϊκή περίοδο θεωρούνταν επιλήψιμες δεισιδαιμονίες.
Οι ίδιοι αυτοί συγγραφείς αντιδρούν στον κατακλυσμό της κινεζικής λογοτεχνικής σκηνής από τα δυτικά κείμενα: είναι ο Χαν Σαο Γκόνγκ, ο Α Τσένγκ, ο Λι Χανγκγιού, ο Λι Ρουί, ο πολυμεταφρασμένος Μο Γιαν, οι οποίοι επανεξετάζουν το παρελθόν τους, και ειδικά την αγροτική ζωή και την κινεζική σοφία, αναζητώντας σ’ αυτό στοιχεία για την κατανόηση του παρόντος και τον σχεδιασμό του μέλλοντος. Είναι η λογοτεχνία της «επιστροφής στις ρίζες», η οποία επανέρχεται στα δεινά του παρελθόντος αρνούμενη την άφεση αμαρτιών και υποστηρίζει την «ψυχρή λογοτεχνία» όπως την ονόμασε ο Γκάο Σινγκτζιάν, που αφορά τον δημιουργό της και μόνο, πέραν κάθε πολιτικοκοινωνικής σκοπιμότητας.
Η επανίδρυση της ποίησης
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, η ποίηση, η ραχοκοκαλιά της κινεζικής λογοτεχνίας ανά τους αιώνες, ανανεώνεται, ή μάλλον, επανιδρύεται μετά από τη μακρά περίοδο κατάργησής της. Οι Μπέι Νταό, Μανγκ Κε, Γκου Τσενγκ, Γιανγκ Λιαν, Ντουό Ντουό, Γιου Tζια συσπειρώνονται γύρω από το περιοδικό «Σήμερα» (1978-1983), χρησιμοποιούν νέους συμβολισμούς, ασκούν καλυμμένα κριτική στην πολιτική ηγεσία, υιοθετούν την απόκλιση σε όλα τα επίπεδα. Με κοινές επιρροές από τον Λόρκα, τον Έλιοτ, τον Ματσάδο, τον Μάντελσταμ, αλλά και τον Κάφκα και τον Σαρτρ, η ομάδα γίνεται αποδεκτή με ενθουσιασμό από τη νεολαία, η οποία θαυμάζει τη νέα εικονοποιία, τον μουσικό ρυθμό, την εξάρθρωση του στίχου και τη δουλειά πάνω στη γλώσσα της «σκοτεινής ή ομιχλώδους ποίησης», όπως την ονόμασε επικριτικά η κριτική – η οποία παραμένει, ωστόσο, εστιασμένη στην αναζήτηση της κινεζικής ταυτότητας. Οι Kινέζοι κριτικοί, που αρέσκονται ιδιαιτέρως στις ταξινομήσεις, επισημαίνουν σήμερα τουλάχιστον εξήντα ποιητικά ρεύματα, από τα οποία προκύπτουν αξιόλογες νέες φωνές όπως ο Τσεν Ντονγκ-Ντονγκ, ο Σι Μπαν, κ.ά.
Δεκαετία ’90: μεταρρυθμίσεις και νεωτερικότητα
Η δεκαετία του ’90 προσθέτει νέα κομμάτια στο κινεζικό παζλ. Η συζήτηση σχετικά με τις δύο κεντρικές έννοιες της νεωτερικότητας και της παράδοσης συνεχίζεται, και οι διανοούμενοι και οι συγγραφείς δεν σταματούν να επανασημασιοδοτούν τους δύο αυτούς όρους κατά βούληση – και κυρίως σύμφωνα με τον ιδεολογικό - πολιτικό τους προσανατολισμό. Έτσι, παρατηρείται το φαινόμενο οι «εκσυγχρονιστές» να ορίζουν αρνητικά την παράδοση, ως τροχοπέδη στην μελλοντική ανάπτυξη της χώρας· ενώ οι αντίπαλοί της, απολύτως θετικά, ως εφαλτήριο για τον επαναπροσδιορισμό της εθνικής ταυτότητας εν όψει του διαλόγου της χώρας με τον κόσμο.
Πειραματισμοί
Μεγάλοι συγγραφείς, όπως οι Μο Γιαν, Γουάνγκ Μενγκ, Λιού Χένγκ, Τσανγκ Τσέντγκτσι, Τζιάν Τσιλόνγκ, συνεχίζουν να γράφουν. Η νέα πεζογραφική γενιά που αναδύεται, και είτε παραμένει στην Κίνα είτε φεύγει στο εξωτερικό, αμφισβητεί την ουτοπία της επιστροφής στις ρίζες και απεικονίζει τις σκοτεινές πλευρές της κινεζικής πραγματικότητας, προσηλωμένη την ίδια στιγμή στη φόρμα και πειραματιζόμενη με το ύφος και τη γλώσσα. Είναι ο Γκε Φέι, με τον ονειρικό και αινιγματικό του κόσμο, ο Γιου Χουά και ο Σου Τονγκ (εκδ. Λιβάνη), που ο Ζαν Γιμού μετέφερε στον κινηματογράφο τα βιβλία τους «Να ζεις» και «Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια» αντίστοιχα, η Καν Σου. Εξερευνώντας τη φύση του κακού, οι συγγραφείς αυτοί τοποθετούν συχνά την πλοκή των έργων τους στην προεπαναστατική περίοδο, διερωτώντας με τον δικό τους τρόπο το παρελθόν.
Ο Σι Γιανγκ, από τη Σαγκάη, αποτελεί άλλη μία ενδιαφέρουσα περίπτωση, το ίδιο και ο Ντάι Σούτζι (εκδ. Ωκεανίδα), και ο Τζιν Χα (εκδ. Bell), και ο μελαγχολικός και σκληρός Γουάνγκ Σιαομπό. Ενώ πολλές και καλές είναι οι νέες γυναίκες συγγραφείς, η Σι Τσιντάν, η Τζιάν Γιούν, η Βέι Βέι, η Αντελίν Γεν Μα (εκδ. Λιβάνη), η Σαν Σα (εκδ. Κριτική), η Aντσι Μιν, η οποία έζησε δίπλα στην κυρία Μάο και, στο βιβλίο της «Μαντάμ Μάο» (εκδ. Γκοβόστης), μας δίνει ένα ολοζώντανο και ανατριχιαστικό πορτρέτο του «ασπροκόκκαλου δαίμονα», όπως αποκαλούσαν τη σύζυγο του Μάο, και μιας ολόκληρης εποχής – συμπληρώνοντας την αυτοβιογραφική «Κόκκινη αζαλέα» της (εκδ. Ψυχογιός).
Eμπορευματοποίηση
Παράλληλα, η πνευματική ζύμωση που είχε συντελεστεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80 με τη συρροή των μεταφράσεων, υποχωρεί εν μέρει υπέρ της pulp fiction, της αστυνομικής λογοτεχνίας δευτέρας διαλογής, των κάθε λογής βιντεοπαιχνιδιών, αμερικανικής όσο και γιαπωνέζικης προέλευσης - διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην Κίνα ο δυτικός τρόπος ζωής εξάγεται και από τη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου. H εμπορευματοποίηση κυριαρχεί στην κινεζική κοινωνία, η οποία πλέον διαστρωματώνεται κατά το δυτικό πρότυπο. Τα ναρκωτικά, η πορνεία, ο κόσμος της νύχτας επιβάλλουν την παρουσία τους και η Δύση επηρεάζει το ίδιο το κινεζικό φαντασιακό, με την Κόκα-Κόλα, τη μουσική, την τεχνολογία. Ένα από τα μεγαλύτερα μπεστ-σέλερ στην Κίνα ήταν η αυτοβιογραφία του Μπιλ Γκέητς. Το χάσμα μεταξύ υψηλής και λαϊκής λογοτεχνίας/τέχνης μικραίνει και γνωστοί συγγραφείς, όπως ο Τζία Πίνγκουα, ενδίδουν στα μπεστ-σέλερ: η «Εγκαταλειμμένη πόλη» πούλησε 500.000 αντίτυπα, πριν απαγορευτεί από τη λογοκρισία, και κατέστησε τα όρια μεταξύ εμπορικού και ποιοτικού βιβλίου ακόμα πιο δυσδιάκριτα.
Διχάζει το κοινό
Η Δύση συνεχίζει να υποδέχεται με τυμπανοκρουσίες κάθε κείμενο που έχει λογοκριθεί, ειδικά όταν είναι υπερδυτικοποιημένο, όπως τα κατ’ επίφασιν προκλητικά έργα της Μιεν Μιεν (εκδ. Λιβάνη) και της Γουέι Ουέι (εκδ. Φυτράκη). Ενώ ο Γουάνγκ Σουό είναι το γνήσιο τέκνο της νέας λογοτεχνικής show-biz. Ξέρει, όπως και οι δύο νεαρές, να τραβά τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του και να διχάζει το κοινό: άλλοι τον θεωρούν τον κινέζο Κέρουακ και άλλοι, όπως η μεγάλη ποιήτρια Σιέ Σινμπίν, η οποία δηλώνει ότι αγαπά τις γυναίκες συγγραφείς, «γιατί τουλάχιστον στη δική τους ομάδα δεν περιλαμβάνεται ο Σουό», τον απεχθάνονται! Το παζλ συμπληρώνεται με τα δημοφιλή παραδοσιακά μυθιστορήματα πολεμικών τεχνών, του Τζιν Γιονγκ λόγου χάρη. Αλλά και τα «εθνικιστικά» κείμενα που πληθύνονται, προσπαθώντας να ενισχύσουν το φρόνημα των Κινέζων στην αντιπαράθεσή τους με έναν εχθρικό κόσμο. Καθώς η Δύση σφραγίζει τη ζωή και τη σκέψη της σύγχρονης Κίνας, όμως, οι αντιστάσεις αυξάνονται: οι Κινέζοι μπολιάζουν τη Δύση με την Κίνα, δημιουργώντας τη δική τους «εναλλακτική νεωτερικότητα», κατά τον κριτικό Γκαν Γιανγκ, η οποία συναιρεί στοιχεία του ευρωπαϊκού μοντερνισμού και της κινεζικής παράδοσης.
Οι Κινέζοι, που διαρκώς αυξάνονται πια στην Ελλάδα, την αντιμετωπίζουν με μεγάλο σεβασμό, διαχωρίζοντάς την από την υπόλοιπη Δύση, λόγω του πολιτισμού της. Ίσως η λογοτεχνία, η οποία πρέπει αμφοτέρωθεν να μεταφραστεί, μας βοηθήσει να συσφίξουμε τις σχέσεις μας με μια χώρα με μεγάλο παρελθόν, η οποία αναζητά τη θέση που δικαιωματικά της ανήκει στο χάρτη του μέλλοντος και, με τις επιλογές της, τον ανασχεδιάζει.
Όσα ξέρουμε για την Κίνα που δεν ξέρουμε
Η Κίνα είναι η μεγάλη άγνωστη, παρά τα όσα έχουν γραφτεί σε ολόκληρο τον εικοστό αιώνα γι’ αυτήν – από τον Αντρέ Μαλρώ και την Περλ Μπακ και από τον Νίκο Καζαντζάκη ως τον Γιώργο Βέη στα καθ’ ημάς. Παρά το μαοϊκό κίνημα της δεκαετίας του ’70 και την «Κινέζα» του Γκοντάρ. Παρά τις αφηγήσεις και τις μαρτυρίες των αντιφρονούντων που έχουν καταφύγει στη Δύση – και στην Αμερική κυρίως συστήνουν συλλόγους για την υπεράσπιση της ελευθερίας στη χώρα τους, προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες ή λιμοκτονούν και διαβιούν σε άθλιες συνθήκες, όπως αυτές που περιγράφει ο Κάο Γκουιλίν (Γκλεν Καό) στο αντιδυτικού προσανατολισμού έργο του «Ένας Πεκινέζος στη Νέα Υόρκη», που έγινε και δημοφιλής τηλεοπτική σειρά στην Κίνα. Παρά τις μεταφράσεις των κειμένων του Κομφούκιου (στα ελλ. εκδ. Iνδικτος) και της εξάπλωσης του ταοϊσμού (τα κείμενα του Λάο Τσε και ειδικά το «Τάο-Τε-Τσινγκ» κυκλοφορούν σε πολλές εκδόσεις στα Eλληνικά), της δημοφιλούς «Τέχνης του πολέμου» του Σουν-Τζου (εκδ. Περίπλους) και του κουνγκ-φου. Παρά την κινηματογραφική της εκδοχή, που μας προτείνουν σκηνοθέτες όπως ο Ζανγκ Γιμού, ο Ζανγκ Γουάν, ο Γουάνγκ Σιάο-Σουάι ή ο Γουόνγκ Καρ Γουάι και το «νέο κύμα» του Χονγκ Κόνγκ, με τους Aν Xούι, Γιμ Xο, Πάτρικ Tαμ. Ο Φραγκισκανός μοναχός Aλφαρο, ένας από τους πρώτους που με τον Ματέο Ρίτσι, τον Λι Ματτέου όπως τον ονόμασαν οι Κινέζοι, ασχολήθηκε με την Κίνα στον 16ο αιώνα, έλεγε: «Με στρατιώτες ή χωρίς, όποιος θέλει να πάει στην Κίνα, είναι σαν να προσπαθεί να πάει στο φεγγάρι». Στο φεγγάρι πήγαμε. Στην Κίνα;
Καθημερινή 24-07-2005