Εκπρόσωποι της γενιάς - φουρνιάς του 2000 συναντήθηκαν σε ένα «Karaoke poetry bar» και μας θύμισαν τη δουλειά τους
Η είσοδός τους στη λογοτεχνική σκηνή υπήρξε ορμητική. Oι πολυάριθμοι ποιητές που εμφανίστηκαν στα Γράμματα λίγο πριν και λίγο μετά το 2000, έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό - καθώς αποδείκνυαν ξανά, μετά την ύφεση της δεκαετίας του ‘90, τη δύναμη της ποίησης και τη συνέχειά της, μας έδειχναν όπως λέει ο γνωστός ποιητής Γιάννης Βαρβέρης «ότι το Μαντείον δεν απέθανε και δεν απέσβετο το λάλον ύδωρ».
2008 πια σήμερα, και αυτή η γενιά - φουρνιά του 2000 έχει ήδη συναντηθεί τον Νοέμβριο του 2007 στην πρώτη της κοινή εκδήλωση, το «Karaoke poetry bar», μια εγκατάσταση στην οποία η ποίηση συναντήθηκε με την περφόρμανς καιτοβίντεο(βλ. http://karaokepoesie.blogspot.com). Στο πλαίσιο της έκθεσης «Destroy Athens», λειτούργησε ένα καραόκε μπαρ όπου τα τραγούδια είχαν αντικατασταθεί από ποιήματα και τα βίντεο διερευνούσαν τους τρόπους με τους οποίους η ποίηση μπορεί να συναντήσει τους αναγνώστες της, διατηρώντας την ανατρεπτικότητά της (ο κατάλογος κυκλοφορεί, εκδ. Futura).
Και μανιφέστα
Φυσικά, δεν ήταν όλοι εκεί, δεν είναι όλοι μια παρέα. Οι συμμετέχοντες όμως διακήρυξαν, μεταξύ άλλων πολλών, πως τους ενδιαφέρει:
«- Η ελεύθερη διακίνηση των κειμένων χωρίς συστολή ή αλαζονεία, με τόλμη, αυτογνωσία αλλά και ελάχιστο (ή περισσότερο) θράσος.
- Η εξερεύνηση τρόπων για την ποιητική εμπειρία πέρα από τη μοναχική ανάγνωση (που, πάντως, δηλώνεται η πιο σημαντική, και που δεν αντικαθίσταται με τίποτε άλλο).
- Η χειραφέτηση των ποιητών σε σχέση με την ιδιότητά τους, η δικτύωση μεταξύ τους για την ανάπτυξη διαλόγου και γόνιμων αντιπαραθέσεων [...]
- Η συμφωνία ότι τα κείμενα έχουν μεγαλύτερη αξία από τα ονόματα. [...]» (από το κείμενο-μανιφέστο της Κατερίνας Ηλιοπούλου: http:// www.e-poema.eu/dokimio.php?id=123).
Πολλοί από τους νέους αυτούς ποιητές έχουν ήδη περιληφθεί στις λίστες των λογοτεχνικών βραβείων ή έχουν ήδη βραβευτεί (Γιάννης Στίγκας, Δημήτρης Ελευθεράκης, Μαρία Τοπάλη, Θεώνη Κοτίνη, Δημήτρης Κοσμόπουλος). Όλοι συνεχίζουν να γράφουν, να μεταφράζουν ποίηση, να τη σχολιάζουν. Ένα στοιχείο κοινό στους περισσότερους είναι η προσήλωσή τους στη γλώσσα και η συνομιλία τους με την ελληνική και την παγκόσμια ποιητική παράδοση - σε αντίθεση με πολλούς από τους ομηλίκους τους πεζογράφους. Ένα δεύτερο, η έγνοια τους για την ποιητική. Ένα τρίτο, η διερώτησή τους περί της ταυτότητας, περισσότερο ή λιγότερο πολιτική. Εκεί τελειώνουν τα κοινά κι αρχίζει του καθενός η ιδιοπροσωπία. Πολλοί οι καλοί στη γενιά αυτή και κάποιοι αδικούνται από την αναπόφευκτη αυτή επιλογή (θα επανέλθουμε όμως στο μέλλον). Το ζητούμενο, πάντως, είναι η ποίηση αυτή να φτάσει στο κοινό της. Μένοντας στις τελευταίες συλλογές, αρχίζουμε με τον ποιητή και δοκιμιογράφο Δημήτρη Κοσμόπουλο («Πουλιά της νύχτας», Κέδρος). Ο Κοσμόπουλος καταθέτει μια ποίηση στιβαρή, εσωτερική, αγκιστρωμένη στον τόπο και το χνάρι της Ιστορίας, αρυόμενη από την παράδοση τη θεματική και μορφική της ποικιλία. Εστιάζοντας και αυτός στην ταυτότητα, τη συνέχεια, τη δημιουργία του εαυτού μέσα από τη σχέση με τον Άλλον, ο Δημήτρης Ελευθεράκης («Η στέππα», Νεφέλη) ψηλαφεί το συντονισμό του ανθρώπου και του ποιητή με την Ιστορία και συναιρεί την υπαρξιακή με την ποιητική αγωνία. Αντίστοιχα, στην ποίηση του Σταμάτη Πολενάκη («Τα γαλάζια άλογα του Φραντς Μαρκ», Οδός Πανός) η Ιστορία γίνεται μια αέναη διεργασία, απλωμένη στο παρόν και το μέλλον, και φωτίζει ένα τοπίο δηωμένο όσο και αισθητικά γόνιμο, μέσα στην έντονη διακειμενικότητά του.
O Βασίλης Ρούβαλης («Νότος», Κέδρος) γράφει μια ποίηση εμποτισμένη από το μύθο και την Ιστορία, ακολουθώντας αυτό που μένει κι αυτό που χάνεται, της ψυχής και των λέξεων. Ο Δημήτρης Αγγελής («Μυθικά νερά», Εκδόσεις των Φίλων), ποιητής της μυχιότητας, βιωματικός, με το βλέμμα στραμμένο στη θνητότητα αλλά και στη βία του σύγχρονου πραγματικού, συντονίζει τη μεταφυσική του αγωνία με το ενδιαφέρον για την ανθρωπινότητα στο χρόνο και στο χώρο. Τέλος, η Μαρία Τοπάλη («Λονδίνο και άλλα ποιήματα», Νεφέλη) αρθρώνει ένα λόγο πολιτικό, μετανεωτερικό και έμφυλο, μπολιάζοντας την προβληματική των σχέσεων με το μύθο και την αστική πολυχρωμία με την ξενότητα.
Εξεγερμένος, εξομολογητικός και παράφορος ο Γιάννης Στίγκας («Η όραση θα αρχίσει ξανά», Κέδρος), με εναργή εικονοποιία και ιδιαίτερο, κοφτό ρυθμό, ψάχνει τρόπους να γίνει το ποιητικό βλέμμα καίριο, ο ποιητικός λόγος δραστικός, να πυρπολεί εξαγνιστικά και να δημιουργεί εξαρχής το όραμα, να αγρυπνά για την πραγμάτωσή του. Εξίσου παράφορος, αλλά σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος, ο Γιάννης Αντιόχου («Curriculum vitae», Μελάνι), αναζητά σπαρακτικά την ανέφικτη αθωότητα σε έναν κόσμο διάλυσης, οδύνης και εκπεσόντων αγγέλων και συναντά στη θέση της τα προσωπεία του θανάτου. Σε αντίθετη τροχιά κινείται η Μαριγώ Αλεξοπούλου («Το φθονόμετρο», Κέδρος). Μινιμαλιστική, με το διάλογο στο κέντρο της προβληματικής της, η ποίησή της σχολιάζει χαμηλόφωνα τη δύσκολη επικοινωνία, το στόμωμα του έρωτα, το απροσδόκητο της καθημερινότητας. Ο Χάρης Ψαρράς («Στην αγκαλιά του κύκλου», Κέδρος), αποτυπώνει με ρυθμικές εναλλαγές και ζωηρές στη σκοτεινότητά τους εικόνες τον κύκλο της φθοράς και της αναγέννησης, της πίστης και της διάψευσης, προσεγγίζοντας τα μικρά και τα μεγάλα από λοξές οπτικές γωνίες. Στοχαστικός κι ερωτικός ο λόγος του Κώστα Κουτσουρέλη («De arte amandi», Νεφέλη) ανατρέχει, με ποικιλία ρυθμών και τρόπων, στην παράδοση και εντέχνως την παρακάμπτει, αφορμάται από το βίωμα και το ανάγει σε φιλοσοφική διερώτηση. Τέλος, ο Γιώργος Λίλλης («Στο σκοτάδι μετέωρος», Μελάνι) προσηλώνεται στην αντοχή των υλικών, των πραγμάτων και των ανθρώπων, φωτίζει το απάγκιασμά τους στη μνήμη, διυλίζει το μάταιο της ανθρώπινης μοίρας.
Ιδιότυπα λυρικός, ο Βασίλης Αμανατίδης («4-D», Γαβριηλίδης) προσεγγίζει την υπαρξιακή αγωνία με τον τρόπο της ειρωνείας και τη συνδυάζει παιγνιωδώς με μια ειλικρινέστατη έγνοια για την αναπαράσταση και τους τρόπους της στη διακαλλιτεχνική του ποίηση. Θα κλείσουμε με μια πρωτοεμφανιζόμενη όσο και πολλά υποσχόμενη ποιήτρια, την Κατερίνα Ηλιοπούλου («Ο κύριος Ταυ», Μελάνι). Στέρεο ποίημα ποιητικής μαθητείας, «Ο κύριος Ταυ» ξαφνιάζει με το στέρεο της κατασκευής αλλά και τις ανάσες των εικόνων και των ρυθμών του. Καλή ανάγνωση!
Γιάννης Αντιόχου
Eκείνος
Κι έκανα να σηκωθώ
Γιατί δεν άντεχα τόση νύχτα
Και το κίτρινο είτε ήταν
Είτε δεν ήταν ήλιος
Τουλάχιστον διαπερνούσε το σκοτάδι
Κι είπες: «Αν μ’ αφήσεις θα πεθάνω.
Κάτσε αγάπη μου να πεθάνουμε μαζί.
Σςςς… Είναι Εκείνος
Δεν σταματά πουθενά»
Κι είπα: «Δεν έχω το κουράγιο»
Και πέθανες
Μα Εκείνος
-πόσο δίκιο είχες-
Δεν σταματάει πουθενά. [...]
Κατερίνα Ηλιοπούλου
Η λεμονιά
Στον κήπο μου ζει μια λεμονιά
Την ποτίζω από απόσταση με το λάστιχο
Γιατί στην πραγματικότητα είναι μια τίγρης.
Όμως εκείνη μου καταφέρνει τις δαγκωματιές σε ανύποπτο χρόνο.
Συχνά ξυπνάω με φρέσκες πληγές
Κι ακόμα καμιά φορά όταν περπατώ μου γραπώνει το σβέρκο.
Όμως εγώ την αγαπώ.
Ποιo άλλο δέντρο χωνεύει τόσο δραστικά τη σιωπή για να συνθέσει τους καρπούς του;
Λεμόνι———–
Κέρινο τοτέμ του θανάτου
Αυτόφωτη λαγνεία.
Καθημερινή, 6-4-08