Το όνειρο της δημιουργίας μιας ψηφιακής βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, προσιτής, λόγω της διαδικτυακής μορφής της, σε όλους, δεν μπορεί παρά να συγκινεί όσους υποστηρίζουν τη διάδοση και τον εκδημοκρατισμό της γνώσης, από κοινού με τη διαφύλαξη και την ενίσχυση της πολιτισμικής ποικιλομορφίας. Πόσω μάλλον που μια τέτοια βιβλιοθήκη δεν πρόκειται επ’ ουδενί να υποβαθμίσει τον ρόλο των παραδοσιακών βιβλιοθηκών, αλλά θα λειτουργήσει συμπληρωματικά προς αυτές: διασώζοντας αφ’ ενός σπάνια κείμενα που υφίστανται μεγάλες φθορές στο πέρασμα του χρόνου και παρακινώντας αφ’ ετέρου ενεργά στη ζήτηση της γνώσης.
Αυτή η βιβλιοθήκη θα περιελάμβανε, σε μια ιδεατή μορφή, όλα τα κείμενα όλων των εποχών και σε όλες τις γλώσσες. Όλοι οι μεγάλοι πολιτισμοί, και όχι μόνον οι ευρωπαϊκοί, θα είχαν τη θέση τους, ενώ θα καλύπτονταν όλες οι εποχές, από την αρχαιότητα ως σήμερα. Είναι γνωστό ότι πολλές χώρες, όχι μόνο της Δύσης, έχουν καταπιαστεί με το σημαντικό αυτό έργο, αρχίζοντας από τη δικτύωση και την ψηφιοποίηση των εθνικών τους βιβλιοθηκών (έχουν ενδιαφέρον, για παράδειγμα, τα στοιχεία για την ψηφιοποίηση στις ασιατικές χώρες, http://www.dlib.org/dlib/ january04/cunningham/01 cunningham.html, στις αφρικανικές χώρες, http://www.iatul.org/conference/ proceedings/vol12/papers/Ndoye.pdf, στη Ρωσία, http://www.impb.ru/~rcd l2004, στην Κίνα, http://www.ariadne.ac.uk/issue33/china). Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται, η πραγματικότητα σήμερα δεν έχει καμία σχέση με την ουτοπία που περιγράψαμε παραπάνω. Αντιθέτως, οι ισορροπίες και οι ανταγωνισμοί που χαρακτηρίζουν τον πραγματικό κόσμο μεταφέρονται αυτούσιοι, όπως είναι φυσικό άλλωστε, και στο Διαδίκτυο.
Tα βασικά εμπόδια
Πέρα από τη θεμελιακή αντιπαράθεση σε επίπεδο φιλοσοφίας του Διαδικτύου, τη σύγκρουση δηλαδή μεταξύ αυτών που το αντιμετωπίζουν ως μια νέα αγορά και εκείνων που θέλουν να διατηρηθεί η αυτονομία του και να ενισχυθεί ο συνεργατικός και συλλογικός του χαρακτήρας, πολλές είναι οι έριδες που έχουν να κάνουν με συμφέροντα εθνικά, πολιτικά, ιδεολογικά και οικονομικά.
Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα μεγάλα εμπόδια στα οποία προσκρούει το σχέδιο της οικουμενικής βιβλιοθήκης είναι τα πνευματικά δικαιώματα. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι το Διαδίκτυο είναι κατά πρώτο λόγο αγγλόφωνο και κατά δεύτερο ισπανόφωνο. Σε ανάλογα πλαίσια κινούνται λοιπόν και οι δύο μεγαλύτερες πρωτοβουλίες ψηφιοποίησης ως σήμερα. Η πρώτη εκπορεύεται από το Google, την πιο δημοφιλή μηχανή αναζήτησης στο Διαδίκτυο, μια ισχυρότατη και ταχύτατα αναπτυσσόμενη εταιρεία, εισηγμένη στο Χρηματιστήριο, η οποία ανέλαβε να καλύψει το κόστος των 200 εκατ. δολαρίων που θα στοιχίσει η σάρωση 15 εκατ. βιβλίων, ή 4,5 δισεκατομμυρίων σελίδων, προερχομένων από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες του αγγλόφωνου χώρου. Η δεύτερη προέρχεται από τη γαλλική κυβέρνηση, η οποία προτίθεται να εισηγηθεί στις «Ευρωπαϊκές Πολιτιστικές Συναντήσεις», στις 2 και 3 Μαΐου, το σχέδιο μιας ευρωπαϊκής ψηφιακής βιβλιοθήκης.
Πέραν των πολιτιστικών ανησυχιών, είναι προφανές ότι το Google επιθυμεί να βελτιώσει, με ανάλογες κινήσεις, το κοινωνικό του προφίλ και να στηρίξει τη βαλλόμενη εσχάτως πληροφοριακή του αξιοπιστία: το κινεζικό Google λόγου χάριν δεν εμφανίζει αποτελέσματα σχετικά με το Θιβέτ ή την κινεζική αντιπολίτευση, ενώ τα αποτελέσματα των αναζητήσεων εμφανίζονται, σύμφωνα με πολλές ενδείξεις, με βάση εμπορικά κριτήρια. Προσβλέπει επίσης προφανώς στο κέρδος των διαφημίσεων, των σχετικών με τα κείμενα αυτά. Παράλληλα, αν υπάρχει όντως ένα τόσο γρήγορο και αποτελεσματικό πρόγραμμα σάρωσης, που κατεβάζει το κόστος της ψηφιοποίησης στα 13,5 δολάρια, όπως ισχυρίζεται το Google, τότε προφανώς το τοπίο της ψηφιοποίησης ανατρέπεται άρδην.
Από την άλλη, ο Ζαν-Νοέλ Ζανενέ, διευθυντής της Γαλλικής Εθνικής Βιβλιοθήκης, ορθώς διαπιστώνει ότι το φιλόδοξο αυτό σχέδιο θα απεικονίσει μέχρις ενός σημείου την παγκόσμια σκέψη και τέχνη –αφού οι εν λόγω βιβλιοθήκες περιλαμβάνουν και ξενόγλωσσα βιβλία–, αλλά μέσα από τους φακούς της αγγλόφωνης αντίληψης. Φυσικά, είναι γνωστή και αποτελεσματική η προστατευτική πολιτική της Γαλλίας έναντι των ξένων επιδράσεων, και δη των αγγλόφωνων, και σίγουρα δεν συναρτάται μόνο με ιδεώδη ισότητας, αλλά και εθνικής και πολιτισμικής κυριαρχίας. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι το εν λόγω σχέδιο, σε αντίθεση με το αγγλόφωνο ομόλογό του, θα στηριχτεί σε δημόσια, κατά κύριο λόγο, χρηματοδότηση. Και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι Eυρωπαίοι εταίροι θα μοιραστούν τους ευσεβείς πόθους της Γαλλίας και θα βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη – ειδικά η Γερμανία, η οποία είναι ιδιαιτέρως εφεκτική ως προς τη δωρεάν διάθεση ψηφιακού περιεχομένου. Το κυριότερο, δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι η επιλογή κειμένων που δεν θα υπαγορεύεται από αμιγώς οικονομικά, αλλά εθνικά-πολιτικά κριτήρια, θα είναι περισσότερο δίκαιη και αντικειμενική.
H ελληνική συμμετοχή
Η συνείδηση των αντινομιών δεν μπορεί, πάντως, παρά να κατευθύνει πιο ορθολογικά τη δράση. Όλες οι πρωτοβουλίες, λοιπόν, είναι ευπρόσδεκτες, απ’ όπου και αν προέρχονται, ειδικά για τις μικρές χώρες όπως η Ελλάδα. Ο Βασίλης Λαμπρόπουλος, λόγου χάριν, παρότρυνε να σταλούν αμέσως βιβλία στο Μίσιγκαν, που διαθέτει αυτή τη στιγμή μόλις 7.000 ελληνικούς τίτλους, αφού η έδρα νεοελληνικών σπουδών ιδρύθηκε μόλις προ τετραετίας. Κι έχει δίκιο. Στο σχέδιο της ευρωπαϊκής ψηφιακής βιβλιοθήκης, επίσης, η Ελλάδα οφείλει ανυπερθέτως να συμμετάσχει. Πέραν αυτών, όμως, θα έπρεπε να καταρτιστεί ένα μακρόπνοο εθνικό πρόγραμμα συνεργασίας με άλλες χώρες, και ειδικά με χώρες που αντιμετωπίζουν, λόγω γλώσσας, προβλήματα περιθωριοποίησης – όπως η Κίνα και η Ρωσία, λόγου χάριν. Η Γαλλία, για παράδειγμα, έχει δημιουργήσει μαζί με την Ιταλία το δίκτυο Michael (http://www.michael-culture.org). Η Ελλάδα θα μπορούσε να δημιουργήσει ανάλογα, εναλλακτικά δίκτυα ψηφιακής διάχυσης με μια σειρά ευρωπαϊκών και μη χωρών και με κεφάλαια προερχόμενα τόσο από τον ιδιωτικό όσο και από τον δημόσιο τομέα. Διότι η ψηφιοποίηση μπορεί να μην είναι ούτε το μόνο ούτε το έσχατο διακύβευμα της πολιτιστικής πολιτικής, είναι σίγουρα όμως ένα από τα σημαντικότερα. Η γνώση και η άποψη θα επιτρέψουν την καλύτερη δυνατή διαχείρισή του.
Καθημερινή 30-04-2005