Η αναγέννηση της ποίησης, αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα στη χώρα μας το τελευταίο διάστημα, είναι εμφανής και στο πλήθος των μεταφράσεων που κατακλύζουν και πάλι τις εφημερίδες, τα περιοδικά, αλλά και τα βιβλιοπωλεία. Πολλοί και καλοί ποιητές άλλοτε αναζωογονούν με τις μεταφράσεις τους κλασικά κείμενα και άλλοτε μας συστήνουν σημαντικούς άγνωστους ή λησμονημένους ποιητές. Το γεγονός ότι οι Aμερικανοί ποιητές κατέχουν ένα μεγάλο μερίδιο στην παραγωγή αυτή ερμηνεύεται ποικιλοτρόπως. Έχει έρθει ίσως η ώρα να καλυφθεί ένα κενό οφειλόμενο σε ποικίλους ιστορικούς και πολιτικοκοινωνικούς λόγους, εξαιτίας των οποίων η αμερικανική λογοτεχνία δεν μεταφυτεύθηκε στα ελληνικά γράμματα με όρους ανάλογους με αυτούς της γαλλικής, λόγου χάρη. Ενώ διαμορφώνεται σταδιακά και μια συνείδηση της σημασίας της σύγχρονης αμερικανικής ποίησης για την κατανόηση της κατακερματισμένης μετανεωτερικότητας και της διάλυσης του υποκειμένου στον σύγχρονο πολιτισμό.
Ο Ε.Ε. Κάμινγκς (1894-1962) ήρθε προσφάτως στο προσκήνιο με τη νέα βιογραφία του, από τον Κρίστοφερ Σόγιερ Λοσάνο, που φωτίζει τις δύσκολες προσωπικές σχέσεις της πολυσχιδούς αυτής προσωπικότητας, με τους φίλους και τους αγαπημένους του. Ο Κάμινγκς διακατεχόταν, σύμφωνα με τα ίδια του τα λόγια, από μια «διπλή εμμονή», τη ζωγραφική και την ποίηση. Υπηρέτησε, ωστόσο, και τον πεζό λόγο και το θέατρο, με κείμενα κατά το μάλλον ή ήττον αυτοβιογραφικά, όπως το μυθιστόρημα «Το τεράστιο δωμάτιο» που αναφέρεται στη θητεία του ως εθελοντή στο γαλλικό μέτωπο και την καταδίκη του για κατασκοπεία, ή το θεατρικό «Άγιος Βασίλης», για την κόρη που ποτέ δεν αναγνώρισε -και η οποία, κατά τον Λοσάνο, αγνοώντας ότι είναι πατέρας της, κάποια στιγμή τον ερωτεύτηκε· αλλά και τον δοκιμιακό λόγο, με το θαυμάσιο «εγώ: έξι μηδιαλέξεις» (sic), λόγου χάρη.
Παραβίαση κανόνων
Ως ζωγράφος ξεκίνησε από τον κυβισμό και την αφηρημένη τέχνη και κατέληξε σε μια αναπαραστατική ζωγραφική στην οποία κυριαρχεί το χρώμα. Η σχέση του με τη ζωγραφική επηρέασε, προφανώς, και την ποίησή του: αντιμετώπιζε το ποίημα ως αντικείμενο που απλώνεται και σχεδιάζεται στο λευκό χαρτί, παραβιάζοντας τους κάθε λογής συντακτικούς - γραμματικούς - μορφολογικούς περιορισμούς, νοηματοδοτώντας εκ νέου τις πλέον γνωστές λέξεις, όπως «τώρα», «όνειρο», «φεγγάρι» και λειτουργώντας ως πρίσμα, το οποίο ο ποιητής θεωρούσε το σύμβολο όλων των τεχνών.
Και στα πιο παραδοσιακά στη μορφή ποιήματά του, όμως, η ρυθμιστική χρήση της παρένθεσης ενάντια σε κάθε συντακτικό κανόνα, η απρόβλεπτη κατάτμηση και συνένωση των λέξεων, η εναλλαγή των πεζών και των κεφαλαίων αναλόγως με τη διάθεση και την πρόθεση του ποιητή, δυναμιτίζουν τη φόρμα μιας ποίησης η οποία αρνείται, παρά τη σατιρική και αναρχική της διάθεση, να ακυρώσει τον άνθρωπο. Χωρίς να κάνει ποτέ «λάθη αισθητικής», όπως χαρακτηριστικά έλεγε γι’ αυτόν η Μαριάν Μουρ, ο Κάμινγκς διατήρησε μέχρι τέλους την πίστη του στη φωτεινή πλευρά της ανθρώπινης υπόστασης, παρά την περιρρέουσα βαρβαρότητα και αλλοτρίωση.
Η «Αγραμματική» της ποίησής του, όπως την ονόμασε η μελετήτρια Αϊρίν Φέρλεϊ, αποτελεί τον κυριότερο φραγμό για τη μετάφρασή της. Ουδόλως εμπόδισε ωστόσο τον Θ. Χαμπίπη και τον Σ. Σκαρτσή να μας δώσουν τις πρώτες μεταφράσεις του από τη δεκαετία του 1960 ήδη, ενώ επιλεκτικά ποιήματά του έχει μεταφράσει και ο Άρης Δικταίος. Εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, και ως προς τις προηγούμενες, αλλά εξίσου ενδιαφέρουσες, οι δύο πρόσφατες μεταφραστικές προσεγγίσεις, τα εμπνευσμένα δώδεκα ποιήματα του Βασίλη Αμανατίδη στην εφημερίδα «Αυγή» (5/8/2004) και τα στέρεα «33Χ3Χ33-ποιήματα-δοκίμια-θραύσματα» του Χάρη Βλαβιανού, μας προτείνουν να ξαναδιαβάσουμε ποιήματα γνωστά και μας συστήνουν νέα.
Και μας κινούν εκ νέου το ενδιαφέρον για τον πολυβραβευμένο και μοναχικό αυτό αλχημιστή, που παρέμεινε συνειδητά εκτός σχολών· του οποίου το βιβλίο «is 5» ο Έζρα Πάουντ το θεωρούσε το δεύτερο καλύτερο βιβλίο του εικοστού αιώνα· και για τον οποίο ο Ρόι Χάρβεϊ Πιρς λέει χαρακτηριστικά: «Θα ταίριαζε με την Eμιλι Ντίκινσον να πει: “δεν είμαι Κανένας! Εσύ ποιος είσαι;”» (από τα «115 ποιήματα», εκδ. Οδυσσέας, 1984, μτφρ. Σ. Σκαρτσής).
Τζον Μπέριμαν: H προσωπική οδύνη μιας ολόκληρης γενιάς
Τον κατά μία εικοσαετία νεότερο Τζον Μπέριμαν (1914-1972) μας τον συστήνουν και πάλι τα περιοδικά, τα οποία ανέκαθεν διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην περαίωση της ξένης λογοτεχνίας, και ειδικά της ποίησης, στην ημεδαπή. Η Ελεάννα Πανάγου είχε ωραία μεταφράσει παλαιότερα κάποια ποιήματά του στο περιοδικό «Ποίηση» (τ. 21, 2003). Και ο ποιητής, μεταφραστής και δοκιμιογράφος Αντώνης Ζέρβας μας παρουσίασε μια μεγάλη ανθολογία των «Ονειρικών τραγουδιών» στο εκτενέστατο αφιέρωμα του περιοδικού «Νέα Εστία» (Ιούνιος 2004).
O κύκλος της αυτοκτονίας
Ο Τζον Σμιθ, που ονομάστηκε Μπέριμαν από το όνομα το πατριού του, συγκρότησε την προσωπικότητά του υπό τη σκιά του πατέρα του, ο οποίος αυτοκτόνησε όταν ο ίδιος ήταν δώδεκα ετών. Και διαμόρφωσε την ποιητική του φωνή υπό την επίδραση του Σαίξπηρ, με τον οποίο διαλέγεται μονίμως, κυρίως του Γέιτς, αλλά και του Μαρκ Βαν Ντόρεν και του Ρόμπερτ Λόουελ, του «πατέρα» της λεγόμενης «εξομολογητικής σχολής», στην οποία συχνά οι μελετητές κατατάσσουν τον Μπέριμαν, μαζί με την Σίλβια Πλαθ, την Aν Σέξτον, τον Ουίλιαμ Ντε Βιτ Σνόντγκρας κ.ά. – μια «ετικέτα» στην οποία ο Μπέριμαν αντιδρούσε εντούτοις «με οργή και περιφρόνηση».
Λόγιος, αλκοολικός, εστέτ και γυναικάς, ο Μπέριμαν επαινέθηκε υπερβολικά στα πρώτα του βήματα, για να θεωρηθεί στη συνέχεια «καμένο χαρτί» και να καταλήξει, τέλος, ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Aμερικανούς ποιητές. Τα «Ονειρικά τραγούδια» του, τετρακόσια περίπου τον αριθμό, είναι η σπονδυλωτή ιστορία του Χένρι-Ερρίκου, ή κυρ-Κοκάλα, ενός Aμερικανού με πολλά κοινά στοιχεία με τον ποιητή, που βιώνει την αίσθηση της απώλειας και προσπαθεί να την ερμηνεύσει και να συμφιλιωθεί με αυτήν, συνεπικουρούμενος από έναν ανώνυμο φίλο. Σε απόλυτη συμφωνία με τη θραυσματική προσωπικότητα του Ερρίκου και την κονιορτοποιημένη περιβάλλουσα πραγματικότητα στην οποία αυτός διαβιοί, η γλώσσα του Μπέριμαν είναι ένα σύνθετο κράμα της τρέχουσας γλώσσας και ποικίλων ιδιολέκτων, της νέγρικης και της νηπιακής συμπεριλαμβανομένης, που ανά πάσα στιγμή αναλύεται στα συστατικά του και δυναμιτίζει τον άξονα κατανόησης του ποιήματος. Η σύνταξη διαρκώς κατακρημνίζεται και το ύφος εκρήγνυται, συναιρώντας τον λυρισμό με το πλέον χοντροκομμένο χιούμορ. Με αποτέλεσμα μια ποίηση, που γίνεται μάλλον αισθητή παρά λογικά κατανοητή και βυθομετρά τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής, αναζητώντας, ματαίως, τη ρίζα του κακού και την αιτία της απώλειας, εν όψει μια πολύ αβέβαιης σωτηρίας.
Όταν ο Μπέριμαν έπαψε να ελπίζει ότι το κενό μπορεί να πληρωθεί, πήδηξε από μια γέφυρα στον Μισισιπή, κλείνοντας έτσι τον κύκλο που είχε ανοίξει η αυτοκτονία του πατέρα του και πηγαίνοντας να συναντήσει τους πλείστους αυτόχειρες ομοτέχνους της γενιάς του. Έντονα προσωπική, η ποίησή του αποτυπώνει, ωστόσο, επίσης την οδύνη μιας ολόκληρης γενιάς που, έχοντας ζήσει τη μεγάλη ύφεση και τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την έλευση της μετανεωτερικότητας και την εμπορευματοποίηση της κοινωνίας, βίωσε και εξέφρασε το πένθος της αυτοκατάργησης του προσώπου.
Συνομιλία ποιητών
Ανοιχτός και πολυστρωματικός, ο λόγος του Μπέριμαν αποτελεί μια πολύ μεγάλη μεταφραστική πρόκληση, στην οποία ο Αντώνης Ζέρβας ανταποκρίθηκε με τόλμη, φαντασία, αλλά και ισχυρή μεταφραστική άποψη -μετεγγράφοντας στην ουσία ένα λόγο βαθιά ριζωμένο, γλωσσικά και υφολογικά και όχι απλώς πραγματολογικά, ως προς τα κοινωνικά του συμφραζόμενα σε αλλότριο έδαφος, δημιουργώντας δηλαδή εξ υπαρχής μια υποδομή πρόσληψής του. Οι εκλεκτικές συγγένειες, άλλωστε, η μυστική αυτή συνομιλία των ποιητών πέρα από τον τόπο και τον χρόνο, αποτελούν ανέκαθεν την καλύτερη εγγύηση του μεταφραστικού αποτελέσματος.
Καθημερινή 29-05-2005