Τα ποιητικά, Τεύχος 10, Ιούνιος 2013
Για να μιλήσουμε σήμερα για τον Αραγκόν, πρέπει προφανώς να πάψουμε να τον δικάζουμε
και να πιάσουμε ξανά να τον διαβάζουμε.
Ολιβιέ Μπαρμπαράν
Προσωπικά, πάντα προσπαθούσα να καταλάβω εκείνους που δέχονται να πεθάνουν,
και (ακόμα πιο δύσκολο) να θανατώνουν τον ίδιο τους τον εαυτό, για έναν σκοπό•
όχι για έναν σκοπό που θεωρούν αυτοί ότι αξίζει τον κόπο (γιατί έτσι όλοι οι ναζιστές θα δικαιώνονταν),
αλλά για έναν σκοπό για τον οποίο πραγματικά αξίζει να θυσιαστεί κανείς.
Ετιάμπλ
Δεν έχω γράψει ποτέ μου τίποτα άλλο από περιστασιακά ποιήματα.
Γκαίτε
Τριάντα χρόνια μετά
Πριν από τριάντα και κάτι χρόνια, την παραμονή των Χριστουγέννων του 1982, πέντε λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, ο Λουί Αραγκόν (1887-1982) άφηνε την τελευταία του πνοή στην οδό ντε Βαρέν, στο αγαπημένο του Παρίσι, δώδεκα χρόνια μετά την αγαπημένη του Έλσα και με τον Ζαν Ριστά, με τον οποίο ήταν ερωτευμένος την τελευταία περίοδο της ζωής του, στο πλευρό του. Οι παλιοί του φίλοι, οι περισσότεροι χαμένοι από χρόνια. Ο Αντρέ Μπρετόν, με τον οποίο είχε γνωριστεί στα χαρακώματα του Α Παγκοσμίου Πολέμου το 1917, είχαν συμπορευτεί στην ντανταϊστική εμπειρία και είχαν οργανώσει, μαζί και με τον Φιλίπ Σουπώ, την πρώτη υπερρεαλιστική ομάδα, για να έρθουν σε ρήξη αργότερα, λόγω της στράτευσης του Αραγκόν στο κομμουνιστικό κόμμα, είχε πεθάνει το 1966. Ο Ελυάρ, με τον οποίο ακολούθησαν κοινή πορεία, από τον υπερρεαλισμό στη στράτευση στο κομμουνιστικό κόμμα, είχε φύγει ακόμα νωρίτερα, το 1952. Ο Αραγκόν είχε ζήσει με ένταση ολόκληρο τον κατά Χομπσμπάουμ «σύντομο 20ό αιώνα», από την αρχή του, τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, ως λίγο πριν το τέλος του, την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, εφτά μόλις χρόνια μετά τον θάνατό του. Στρατευμένος κομμουνιστής από τη δεκαετία του 1930, δημοσιογράφος, πεζογράφος, ποιητής και δοκιμιογράφος, ο νόθος γιος του πρώην αστυνομικού διοικητή του Παρισιού, Λουί Αντριέ, που είχε καταστείλει την Κομμούνα της Λυών, πεθαίνει ως μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας – παρά τις αντιρρήσεις του για την σοβιετική εισβολή στην Πράγα, που τον είχαν φέρει σε ρήξη με τους αξιωματούχους της ΕΣΣΔ, αντιρρήσεις ρητά διατυπωμένες στο περιοδικό που διηύθυνε, Les Lettres Francaises, αλλά και τις γενικότερες αναθεωρήσεις του που τις συναντούμε στην ποιησή του ήδη από το 1956 (πορεία εν πολλοίς παράλληλη με αυτή του Γιάννη Ρίτσου, στη διεθνή καταξίωση του οποίου τόσο σημαντικά είχε συμβάλει ο Αραγκόν, με το περίφημο κείμενο του 1957).
Ο Αραγκόν μόλις πριν φύγει για το μέτωπο στον Μεγάλο πόλεμο μαθαίνει την αλήθεια για την «παράνομη» γέννησή του και το ψέμα της ζωής του: η αδελφή του Μαργκερίτ είναι μητέρα του, η υποτιθέμενη μητέρα του γιαγιά του και ο πατέρας άφαντος. Χαρισματικός κι ευαίσθητος, διαισθανόμενος το μυστήριο που περιβάλλει τη ζωή του, «θα αφεθεί από νωρίς στις λέξεις να τον πάρουν από το χέρι». Από παιδί λατρεύει τα βιβλία και το διάβασμα, όπως ο ίδιος λέει στα Ανοιχτά χαρτιά, τις ιστορίες των άλλων που γίνονται και δικές του με χίλιους τρόπους:
Tη μισή μου ζωή την έχω περάσει διαβάζοντας. Απ’ τα παιδικά μου χρόνια διάβαζα τόσο πολύ, που οι γονείς μου κλείδωναν τις βιβλιοθήκες και δεν ήξεραν τι να σκαρφιστούν για να με ξεκολλήσουν απ’ τα βιβλία. Ήμουν οχτώ χρονώ, πήγαινα στην τετάρτη τάξη, κι ουσιαστικά είχα διαβάσει όλο το πρόγραμμα του γυμνασίου. Πρέπει να τ’ ομολογήσω, δεν άρχισα με τα παιδικά βιβλία: μου έμαθαν να διαβάζω στον «Τηλέμαχο» του Φενελόν και, πολύ γρήγορα, ξετρύπωσα στο σπίτι μου και στις βιβλιοθήκες των συγγενών μου της επαρχίας, τα πιο ακατάλληλα μυθιστορήματα. Διάβασα αργότερα την Κυρία ντε Σεγκύρ και τον Ιούλιο Βερν, τον Πωλ ντ’ Ιβουά πολύ πιο ύστερα από τον Κορνήλιο και τον Ρακίνα. Διάβαζα ό,τι μου έπεφτε στα χέρια, καταλόγους, ευρετήρια, ρεκλάμες, ποτέ δεν άφηνα να μου ξεφύγει ένα τυπωμένο στοιχείο χωρίς να το διαβάσω. Πολλά απ’ αυτά που ξέρω, απ’ αυτά που μου στάθηκαν χρήσιμα στη ζωή, τα έμαθα μόνος μου έτσι, κι όχι στο σχολείο.
Εξίσου λατρεύει από παιδί τη γραφή, τις ιστορίες που τον αποσπούν από τις υποψίες και τους φόβους του, που κάμνουνε -για λίγο- να μην νιώθεται η πληγή. Στα πέντε του χρόνια και πριν ακόμη μάθει να γράφει, υπαγορεύει θεατρικά έργα στις θείες του. Πολυμαθής, φιλοπερίεργος, εξεγερμένος, αγανακτισμένος, συχνά απελπισμένος, θα νικήσει τη μοναξιά στην οποία τον βυθίζει η αποκάλυψη του οικογενειακού μυστικού με τη συμμετοχή του στην ομάδα που θέλει να καταστρέψει τη λογοτεχνία, την οποία ο ίδιος τόσο αγαπά• ειδικά το μυθιστόρημα στο οποίο θα διαπρέψει, αλλά και κάθε ποίηση που συνδέεται, έστω και ελάχιστα, με την αντικειμενική πραγματικότητα, με συγκεκριμένα γεγονότα. Προκλητικές δράσεις, πολεμική, αυτόματη γραφή, ύπνωση, πνευματιστικές εμπειρίες, ανάδυση του ασυνείδητου και ψυχανάλυση, αναζήτηση ισχυρών προγόνων που σφραγίζουν τον Αραγκόν εξίσου με το τσάκισμα της γλώσσας στη συμβατική της μορφή και λειτουργία. «Ανήκω σ’ αυτούς που το πνεύμα τους διαμορφώθηκε με το μάθημα του Ρεμπώ (πρέπει κανείς να είναι απόλυτα μοντέρνος) και του Απολλιναίρ», θα πει κάποια στιγμή. Αυτόν ακριβώς τον μοντερνισμό ο ίδιος συστηματικά τον επαναπροσδιορίζει. Θυελλώδεις συναντήσεις σε σπίτια και σε θρυλικά καφέ, έρωτες, έμπνευση και μαζί μια νέα «παρανομία»: γιατί ο Αραγκόν γράφει συνέχεια (αλλά και ερωτεύεται), ποιήματα και πεζά, αιχμηρά, προκλητικά, αλλά μαζί και λυρικά, πραγματώνοντας από πολύ νωρίς μια «συναίρεση των ειδών» (Ο παριζιάνος χωρικός/Le Paysan de Paris, ένα από τα εμβληματικά του κείμενα της υπερρεαλιστικής περιόδου, περιλαμβάνεται σήμερα στον πρώτο τόμο των Ποιητικών Απάντων του στις εκδόσεις της Πλειάδας) και πηγαίνοντας εμπράκτως κόντρα σε όσα θεωρητικά υποστήριζε (με κείμενα όπως το Ένα κύμα όνειρα / Un vague de reves και το Περί ύφους / Le traite du style). Κοσμοπολίτης, πολυταξιδεμένος, πικραγαπημένος, διχάζεται, σπαράσσεται, καίει κι αποκηρύσσει τα βιβλία του, φτάνει, στα τέλη της δεκαετίας του ’20, στην απόγνωση και στην αυτοκτονία. Η συλλογή Το μεγάλο κέφι / La grande gaite αποτυπώνει αυτήν ακριβώς την ψυχολογία, λίγο πριν από τη συνάντηση που θα του αλλάξει τη ζωή, με την ρωσίδα Έλλα Κάγκαν, την Έλσα Τριολέ, μικρή αδελφή της συντρόφου τού Μαγιακόφσκι, Λίλι Μπρικ. Μια μέρα πριν, στο ίδιο καφέ, ο Αραγκόν έχει γνωρίσει τον Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκι. Στο Ημιτελές μυθιστόρημα / Le roman inacheve, την αριστουργηματική ποιητική συλλογή που το 1956 ξετύλιξε το νήμα της ζωής του, σφιχτοπλεγμένο με το νήμα της Ιστορίας, περιγράφει τη συνάντηση αυτή:
Με βρήκες σαν χαλίκι που μαζεύει κάποιος στην ακρογιαλιά
Σαν χαμένο αλλόκοτο πράγμα που κανείς δεν ξέρει σε ποια
τάχα χρησιμεύει δουλειά
Σαν φύκι σε εξάντα κολλημένο που τον ξεβράζει στο γιαλό
η φουσκονεριά
Σαν πούσι στο παράθυρο που στο δωμάτιο να μπει μόνο ζητά
Σαν ανάστατο ξενοδοχείου δωμάτιο πριν από το καθάρισμα
Θα ακολουθήσει το ταξίδι στη Μόσχα, το 1930, τα μαύρα χώματα της Ουκρανίας, ο Δνείπερος και το φράγμα του, το συνέδριο των συγγραφέων στο Χάρκοβο: ο κύβος έχει ριφθεί, ο «τρελός» της γραφής και της ανάγνωσης θα είναι πια και ο «τρελός» της Έλσας και της Επανάστασης. Το 1931 θα δημοσιεύσει τον Διωκόμενο διώκτη / Persecute Persecuteur και το 1932 θα του απαγγελθούν κατηγορίες για το ποίημα που ανοίγει τη συλλογή, το «Κόκκινο μέτωπο» / «Front Rouge», έναν ύμνο στην ΕΣΣΔ και στην Οκτωβριανή επανάσταση (ένα ποίημα που ο ίδιος στη συνέχεια θα αρνηθεί). Οι υπερρεαλιστές θα σπεύσουν να τον υπερασπιστούν. Ο Μπρετόν όμως θα χαρακτηρίσει το ποίημά του περιστασιακό. Η ρήξη θα είναι ολοκληρωτική. Ωστόσο, η ποίηση του Αραγκόν είναι, όπως ωραία επισημαίνει ο Ζωρζ Σαντούλ, γενικά περιστασιακή, όπως και ολόκληρη η ποίηση κατά τον Γκαίτε: εμπνευσμένη από τις πλέον συγκεκριμένες και άμεσες εμπειρίες του κάθε φορά, από τον έρωτα και τους Κοζάκους, αλλά και το νερό Βιτέλ και τα μπισκότα LU πάνω στο τραπέζι του. Το ταξίδι στην ΕΣΣΔ το 1932 φέρνει τη συλλογή Ζήτω τα Ουράλια / Hourra l’ Oural. Διατηρώντας την στάση που εξαρχής είχε απέναντι στη γλώσσα, χρησιμοποιώντας δηλαδή την ομιλουμένη και μάλιστα με όλα τα επίπεδα λόγου και τα στοιχεία προφορικότητας, ο Αραγκόν επιστρέφει σταδιακά και στην παραδοσιακή στιχουργία. Ακολουθούν οι πρώτοι τόμοι της μυθιστορηματικής πενταλογίας Ο πραγματικός κόσμος, που τον κάνουν διάσημο, ενώ εργάζεται πια συστηματικά ως δημοσιογράφος. Ρίμα, πρωτότυπη, αλλόκοτη συχνά, αλλά πάντως ρίμα από τη μια• μυθιστόρημα από την άλλη, για να μην μιλήσει κανείς για τη δημοσιογραφία: ο Αραγκόν πλέον πόρρω απέχει από τα προτάγματα του υπερρεαλισμού.
Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, διώξεις των κομμουνιστών, «αλλόκοτος πόλεμος,» επιστράτευση: είναι η περίοδος μιας νέας «παρανομίας», του «κοντραμπάντου», του λαθρεμπορίου, όπως ονόμαζε τη μέθοδό του συμβολικής έκφρασης, που θα τελειοποιηθεί στην Κατοχή και την Αντίσταση. Εναλλάσσοντας τα ψευδώνυμα όπως πάντα, ο Αραγκόν υπερασπίζεται την ομοιοκαταληξία, χρησιμοποιεί και επεξεργάζεται τον κλασικό αλεξανδρινό στίχο, τις δαντικές τερτσίνες, κλασικές ποιητικές μορφές, αντλεί το υλικό του από τους τροβαδούρους, ειδικά τον Αρνώ Ντανιέλ, τον άρχοντα του Ριμπεράκ, που επινόησε την trobar clus, την κλειστή μορφή, ερμητική και σκοτεινή, μια μορφή που μπορεί να του χρησιμεύσει απέναντι στην κάθε είδους λογοκρισία. Ιδεόπλαστος έρωτας, η ιπποσύνη και τα ιδεώδη της, ιπποτική μυθιστορία (ο Αραγκόν κρατά τη μεσαιωνική σημασία του όρου «roman», την οποία χρησιμοποιεί στο πλαίσιο της συναίρεσής του των ειδών), Κρετιέν ντε Τρουά, θρύλοι κελτικοί, μεσαιωνικοί, στην πορεία στοιχεία χριστιανικά: το υλικό μιας ποίησης που θέλει να απευθυνθεί σε όλους, σε μια περίοδο όπου τα στόματα των κομμουνιστών, και σε λίγο όλων των Γάλλων, είναι σφραγισμένα.
Ο Αραγκόν χρησιμοποιεί την κλειστή μορφή, τον συμβολισμό και τη συνδήλωση, την ανανεωμένη ομοιοκαταληξία, όπως εξηγεί στο δοκίμιό του «Η ρίμα το 1940», για να μιλήσει και να στηρίξει τους συντρόφους του και τον γαλλικό λαό με τα τραγούδια του (είναι και ο πιο πολυτραγουδισμένος Γάλλος ποιητής). Σπαραγμός / Le creve-cur, Άσμα στην Έλσα / La cantique a Elsa, Τα μάτια της Έλσας / Les yeux d’Elsa, Βροσελιάνδη / Broceliande, Μουσείο Γκρεβέν / Musee Grevin, Η γαλλίδα Άρτεμη / La Diane francaise, Σε παράξενη χώρα μέσα στην ίδια μου τη χώρα / En etrange pays dans mon pays lui-meme. Τραγουδά την αντίσταση στη νέα βαρβαρότητα, μιλώντας μέσα στη «νύχτα του Μεσαίωνα» που σκεπάζει με τον μαύρο μανδύα της «έναν κόσμο κομματιασμένο», και μέσα από μεσαιωνικές αναφορές, για ελευθερία, ηρωισμό, αντίσταση κι αγώνα. Τα ποιήματά του, που τα έριχναν σαν προκηρύξεις τα συμμαχικά αεροπλάνα, τα διάβαζε όλος ο κόσμος. Πίσω από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, την Ελεονώρα της Ακουιτανίας, βασίλισσα της Γαλλίας και εμψυχώτρια των τροβαδούρων, τον μυθικό δρυμό της Βροσελιάνδης στη Βρετάνη, την πολυαναμενόμενη βροχή και την ψευτοβροχή που ήρθε τελικά, το ρόδο και τη ρεζεντά και τα κρίνα και τα ρόδα, τους ερωτευμένους και τα βάσανά τους, ο κόσμος διάβαζε την πορεία του πολέμου, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες των αποβάσεων και των στρατιωτικών επιχειρήσεων, τα βάσανα των παρανόμων και τα βασανιστήρια, τον ηρωισμό των έγκλειστων στα κολαστήρια και των εκτελεσμένων, το κάλεσμα για αντίσταση. Ο Στρατηγός ντε Γκωλ θα απαγγείλει τρεις στίχους από το ποίημα «Πιο όμορφη από τα δάκρυα» / “Plus belle que les larmes” σε μια ομιλία του το 1943, η οποία θα μεταδοθεί από το ραδιόφωνο• ο παλιός του φίλος και πλέον φασίστας, Ντριε Λα Ροσέλ, θα αποκαλύπτει τους συμβολικούς μηχανισμούς των κειμένων του και θα τον εκθέτει, ερμηνεύοντας λόγου χάρη την αναφορά στον περίφημο «Κόκκινο ιππότη» του κύκλου του Αρθούρου ως αναφορά στον Κόκκινο Στρατό• το κρυφτούλι με τη λογοκρισία, η έκδοση των ποιημάτων εκτός Γαλλίας, θα συμβαδίζουν με το κρυφτούλι για να αποφύγουν, με την Έλσα, τη σύλληψη. Την Έλσα που το πρόσωπο κι ο λόγος της, τα κείμενά της, έχουν γίνει σαρξ εκ της σαρκός του δικού του λόγου, τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία, στα διασταυρωμένα έργα τους.
Ο Αραγκόν, που θεωρούσε δάσκαλό του τον Ρεμπώ και τον Απολλιναίρ, που ζήλευε τον Μαγιακόφσκι-ποιητή της Επανάστασης και ήθελε να τον μιμηθεί, ήταν πια ο εθνικός ποιητής της Γαλλίας, ακολουθώντας τα χνάρια του Ουγκώ, όπως ο ίδιος αφήνει να εννοηθεί με τις αναφορές του, του στρατευμένου μεγάλου ρομαντικού. Το δικό του πρότυπο ακολουθεί και στο μυθιστόρημα, με τους σύγχρονους Αθλίους του, αλλά όχι μόνο: πίσω από τον Πραγματικό Κόσμο διαβάζει κανείς όχι μόνο τον Ζολά και τον Μπαλζάκ, αλλά και την ίδια τη Θεία Κωμωδία, ενώ στα μετεγενέστερα έργα του η διακειμενικότητα είναι ακόμη πιο πολύπλοκη. Τα ποιήματά του, πέραν της επικαιρικής διάστασης, που κάποτε αγγίζει τα όρια της πιο μεγάλης υπερβολής (λόγου χάρη στον Ύμνο στη ΓκεΠεΟύ, για να μην αναφερθούμε στον κλασικό, για τους κομμουνιστές ποιητές, ύμνο του στον Στάλιν), πέραν της όποιας κατά τόπους συνθηματολογίας, τα σπουδαία του ποιήματα, σε όλες τις περιόδους, είναι γραμμένα απλά, αλλά κρύβουν πίσω από την απλότητά τους μια τεράστια δουλειά σε επίπεδο γλώσσας και ρυθμού, με τις συνομιλίες να πληθαίνουν, χαραγμένες στις ίδιες τις λέξεις, τις ομοιοκαταληξίες, τις παρηχήσεις, τις μορφές. Αυτή τη δουλειά θα τη συνεχίσει με ακόμη μεγαλύτερη ένταση μετά τον πόλεμο, παρότι αφιερώνεται στο μεγάλο μυθιστορηματικό έργο του, με το οποίο κλείνει ο Πραγματικός κόσμος, τους Κομμουνιστές (τους οποίους θα ξαναγράψει στη δεκαετία του ’60). Είναι η εποχή που ο Ψυχρός Πόλεμος περιθωριοποιεί τους αριστερούς συγγραφείς και στη Γαλλία και οι νέες του ποιητικές συλλογές, Ο νέος σπαραγμός / Le nouveau creve-cur, Τα καραβάνια μου / Mes caravanes et autres poemes δεν έχουν την ίδια απήχηση στο ευρύ κοινό. Μετά την -όποια- ενότητα της Αντίστασης, οι διαχωριστικές γραμμές βαθαίνουν. Παράλληλα, συγκλονιστικές αλλαγές λαμβάνουν χώρα στην ΕΣΣΔ και τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η δεκαετία του 1950 εγκαινιάζει μια νέα κρίση στην ταυτότητα του Αραγκόν και μαζί μια νέα περίοδο στη δημιουργία του. Ο ίδιος θύμωνε όταν άκουγε να μιλάνε για «εποχές» στο έργο του. Θεωρούσε ότι είναι ενιαίο και πολύμορφο, μέσα στους πολλαπλούς μετασχηματισμούς του. Λέει στην πρώτη του συνέντευξη στον Φρανσίς Κρεμιέ: Δεν υπάρχει πριν και μετά τον Υπερρεαλισμό […] Οι υπερρεαλιστές δεν περιφρονούσαν καθόλου την πραγματικότητα […] Σ’ αυτό έγκειται η αξία τους […] ότι διεκήρυξαν την έκταση των ποιητικών χώρων, ότι επανέφεραν στο φως τους χώρους αυτούς, έριξαν καινούργιους προβολείς σε ανθρώπους που κινδύνευαν να βουλιάξουν μέσα στη λήθη, την παραμέληση, την ακατανοησία, την άγνοια […] Στη λογοτεχνική αυτή πραγματικότητα ερχόταν να προστεθεί η πραγματικότητα στην τρέχουσα έννοιά της, η ποιητική πραγματικότητα.
Και έχει όντως δίκιο: υπήρξε όλοι αυτοί οι άνθρωποι μαζί, όλοι οι ποιητές, όλοι οι αγωνιστές, όλοι οι ερωτευμένοι κι όλοι οι πεπλανημένοι. Πίσω από τα ψευδώνυμα, τα προσωπεία, τις μεταμορφώσεις, η ίδια έγνοια πάντα, η ίδια αγωνία μιας υποκειμενικότητας αέναα ανασυγκροτούμενης, στη ροή του χρόνου, ενός ανοιχτού ανθρώπου που δεν διστάζει να παραδεχτεί τα πολλά και συχνά σημαντικά λάθη του, να χρησιμοποιήσει τα κείμενα των άλλων ως καμβά για τα δικά του, να ξαναγράψει τα κείμενά του για να ταιριάζουν με τη νέα του ματιά, αφού «το κάθε μυθιστόρημα, το κάθε ποίημα είναι μια κριτική εκείνου που προηγείται κι αποτελεί την υπέρβασή του». Έτσι, οι περίοδοι χρησιμοποιούνται ως απλό μεθοδολογικό εργαλείο και ουδεμία σχέση έχουν με την ουσία του έργου του.
Στη δεκαετία του ’50 και ακόμη περισσότερο του ’60 αφιερώνεται στο μυθιστόρημα, πεζό ή ποιητικό, πεζό και ποιητικό μάλλον, στη μυθιστορία. ΣτοΗμιτελές μυθιστόρημα, την ποιητική συλλογή του που το 1956 χαιρετίστηκε ομόφωνα ως αριστουργηματική από την κριτική και η οποία έπεται του συνθέματος Τα μάτια και η μνήμη / Les yeux et la memoire, αναζητά τον λόγο μιας νέας εποχής, σε συμφωνία με την ως εκείνη τη στιγμή πορεία του αλλά με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Αρύεται τους τρόπους του από μια νέα πηγή, που σε ένα βαθμό παραπέμπει στην Ανατολή των υπερρεαλιστών αλλά όχι ακριβώς, την αραβική παράδοση, την οποία μελετά συστηματικά και με μεγάλη επιμέλεια. Από το Άσμα Ασμάτων στοΜετζνούν και Λεϊλά, ο Αραγκόν ανανεώνει και πάλι τη φόρμα του, τους τρόπους του, αλλά και την ίδια την οπτική του: ο Τρελός της Έλσαςχρησιμοποιεί το αραβικό ζαντζάλ και φέρνει τον Άλλον, τον διαφορετικό, στην καρδιά του Ίδιου, του εαυτού και της ταυτότητας, με χίλιους τρόπους, όπως είχε κάνει στην αρχή της πορείας του με το κολάζ και στη συνέχεια με όλη τη λαϊκή κουλτούρα, το τραγούδι, τον κινηματογράφο, όλες τις μορφές τέχνης που αγκάλιαζε και, όπως ακριβώς τα κείμενα, τις έκανε δικές του, τις ενσωμάτωνε στο έργο και την οπτική του.
Ο θάνατος της Έλσας, το 1970, θα σφραγίσει την περίοδο αυτή των αναθεωρήσεων, στην οποία θα συνεχίσει να κυριαρχεί το μυθιστόρημα. Ο Αραγκόν, ωστόσο, δεν θα σταματήσει να γράφει ποίηση ως την τελευταία στιγμή της ζωής του (λίγο πριν από τον θάνατό του, το 1981, εκδίδονται ανέκδοτα ποιήματα της περιόδου 1963-1971, Οι αποχαιρετισμοί / Les adieux), και τα ποιήματά του δεν θα σταματήσουν να τραγουδιούνται, από τον Λεό Φερέ, τον Ζαν Φερά, τον Ζωρζ Μπρασένς, τη Μονίκ Μορελλί και τόσους άλλους. Όταν ανακοινώνεται ο θάνατός του, οι ακροδεξιοί πανηγυρίζουν, γράφουν «δεν έχουμε λόγια να εκφράσουμε τη χαρά μας». Πανηγυρίζουν όμως, ίσως πιο διακριτικά, και άλλοι πολλοί, μαζί και κάποιοι άσπονδοι φίλοι του. Σταδιακά και με δεδομένες τις πολιτικές εξελίξεις και τον θριαμβεύοντα νεοφιλελευθερισμό της παγκοσμιοποίησης, ένα ιδιότυπο πέπλο λήθης καλύπτει το έργο του, ως επακόλουθο της πολιτικής του πορείας. Ο κύκλος κλείνει όπως ακριβώς είχε ανοίξει, στην «παρανομία»: το νόθο παιδί που το περιέβαλλε σιωπή καταλήγει στο τέλος του βίου του και πάλι μέσα στη σιωπή, που συσκοτίζει το έργο του. Ένα έργο όμως που, όπως επισημαίνει ο Μπαρμπαράν, όσο κι αν έχει συχνά γίνει τσιτάτο και δεν έχει διαβαστεί σε βάθος, δεν μπορεί κανείς να το διαγράψει. Σήμερα, το τέλος της Ιστορίας και των ιδεολογιών τελείωσε κι αυτό με τη σειρά του μέσα στη φοβερή εποχή που έχει εδώ και κάμποσα χρόνια ξημερώσει: η προσέγγιση του Αραγκόν, πέρα από τον καθαγιασμό και τη δαιμονοποίηση, αισθητική και ποιητική, δεν μπορεί παρά να τον δικαιώσει. Για τα υπόλοιπα, θα δείξει, όπως φαίνεται, και πάλι η Ιστορία.