Για τη νουβέλα του Δημήτρη Νόλλα,
Ναυαγίων πλάσματα (Εκδόσεις Κέδρος)
Στις «ασημένιες βελόνες» της θάλασσας, «κομματάκια σπασμένος καθρέφτης», επιπλέει μια εξ ουρανού πόρτα που σώζει τη ζωή σε δύο μετανάστες, μια νέα γυναίκα και το ανιψάκι της. Γύρω της, «μια πομπή πνιγμένων» που ξεμακραίνει, αφήνοντας τους ζωντανούς με τους ζωντανούς. Η πόρτα πάνω στην οποία βρίσκονται τα δύο πλάσματα του ναυαγίου είναι στην πραγματικότητα μια πύλη που χωρίζει το φως από το σκότος, τον ήλιο δηλαδή από το σκοτεινό βυθό, όπου κατευθύνονται συντεταγμένα οι ηττημένοι, τη ζωή από το θάνατο. Οι δυο μετανάστες θα σωθούν και θα ζήσουν σε ένα νησί, ξένοι σε τόπο ξένο, ως τη στιγμή που η Ασμάτ θα βρεθεί νεκρή στα ριζά ενός βράχου. Και η ιστορία της θα αρχίσει να πλανάται πάνω από το νησί, μαζί με τα ψαροπούλια, μαζί με ανείπωτες υποψίες, με μυστικά που τελικά τα γνωρίζουν πολλοί, φόβους αρχέγονους που εξίσου αρχέγονα ξεπερνιούνται - με την περιχαράκωση της κοινότητας σε ένα ψευδεπίγραφα οικείο και ενιαίο «εμείς» που δαιμονοποιεί τον Άλλον, δίκαια τάχα τιμωρημένο για ένα κρυφό έγκλημα και αίροντα έτσι τις αμαρτίες του κόσμου.
Η μεταναστευτική αυτή ιστορία της Ασμάτ όμως, στη νέα νουβέλα του Δημήτρη Νόλλα, μόνο ιστορία μυστηρίου δεν είναι. Μένει αξεδιάλυτο ως το τέλος αν δολοφονήθηκε, αυτοκτόνησε ή απλώς έπεσε κατά λάθος από το βράχο όπου συχνά ανέβαινε για να αγναντέψει την αυγή, την ομορφιά, που συνεχίζει πάντα να υπάρχει, ασχέτως αν κάποιοι τη μαγαρίζουν. Κι αυτή η παρατήρηση περί ομορφιάς ισχύει και για το ίδιο το βιβλίο, την πολυπλοκότητα και την ποιητικότητα της γραφής του Νόλλα, την άρτια τεχνική και μαζί τη νεανική, κοφτερή ματιά που τον χαρακτηρίζουν. Η ιστορία της Ασμάτ λοιπόν είναι μια περιπέτεια θαλασσινή, όπου εξαρχής η θάλασσα «να καταπιεί την κόρη αναζητάει» και τελικά τα καταφέρνει. Κι η θάλασσα αυτή η φουρτουνιασμένη, η φονική, ομηρική και τραγική, παπαδιαμαντική και σολωμική, είναι η θάλασσα ως πεδίο δοκιμασίας, είναι η εσωτερική τρικυμία της ψυχής του Ρήγα Βολιώτη που σώζει την Ασμάτ και στη συνέχεια την ερωτεύεται ή την ποθεί όσο τίποτα στον κόσμο, είναι τα κύματα των ανθρώπων, των μεταναστών, που σπάζουν πάνω στο ανθρώπινο σωματικό τείχος των άλλων, απρόθυμων να τους υποδεχτούν, είναι η φουρτούνα που σκάζει στα πρόσωπα και η άλλη που καταπνίγουμε, όπως λέει ο λιμενάρχης, και η οποία αντανακλάται και στη διαχείριση του παλινδρομικού χρόνου.
Με σχήματα λόγου εξαιρετικά δραστικά, που ενοφθαλμίζονται με απόλυτη φυσικότητα στο απέριττο ύφος του κειμένου, με ρυθμό που λαξεύει ποιητικά τη δική του μελωδικότητα, με αφηγηματικά τερτίπια που υπογραμμίζουν διαρκώς τη μαστοριά της κατασκευής σε μια ιστορία απλή που ορίζεται και δικαιώνεται ως οφείλει από τη φόρμα και το ύφος, ο Νόλλας μας διηγείται το πάθος του Ρήγα Βολιώτη για την ξένη, όπως το εξιστόρησε ο τυφλός ραψωδός του νησιού και το κατέγραψε ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής – συγγραφέας. Και σχολιάζει μαζί τον κόσμο και την τέχνη, την ίδια τη γραφή, τις δυνατότητες της αναπαράστασης με δεδομένο τον «παραμορφωτικό και ρυπαρό καθρέφτη» που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον πραγματικό κόσμο και την αληθινή ζωή, τη ζωή που ζει ο συγγραφέας, και τη λευκή κόλλα και το χέρι του. Με αποτέλεσμα ο συγγραφέας να διακινδυνεύει και αυτός ως μετανάστης, να ξενιτεύεται, μακριά από την «ασφάλεια του οικείου», για να αφήσει χώρο στη γραφή να πραγματωθεί αφεαυτής, κυρίαρχη, στη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο μέσα και στο έξω σκότος. Και να κεντήσει στο γραπτό του τα τελώνια του θρύλου μαζί με τις νεράιδες και τις ξωθιές των μύθων και των παραμυθιών, τα όνειρα και τις ενοράσεις, τον Όμηρο και τον Σολωμό, τον Παπαδιαμάντη· τον Χατζή - που δεν δίνει απλώς το παρών με την παραλλαγμένη ιστορία του Συρεγκέλα από το διήγημα «Ο ντέτεκτιβ», αλλά διαμορφώνει την ίδια την πλοκή, καθώς το έγκλημα τείνει να αποδειχτεί ατύχημα· την αράχνη του ήλιου στον Κάλβο που εδώ γίνεται σκέψη κυκλοδίωκτη και τον Σιγισμούνδο του Καλδερόν που μονολογεί «η ζωή είν’ ένα όνειρο μονάχα / κ’ είν’ όνειρο και τα όνειρα τα ίδια», μαζί με τη νιτσεϊκή «αιώνια επιστροφή»· τον Πασκάλ που στους βραδινούς διαλόγους του Ζοζέφ ντε Μεστρ στην Πετρούπολη δηλώνει ότι το τελευταίο πράγμα που ανακαλύπτει κανείς σε ένα βιβλίο είναι το πώς ακριβώς θα αρχίσει – κι αφήνουμε στην άκρη την παράδοξη προμετωπίδα που συνενώνει το νησιώτικο τραγούδι με τον εν λόγω αρνητή της Γαλλικής Επανάστασης, μυστικιστή φιλόσοφο της Θείας Πρόνοιας.
Ρεαλιστική και προφητική, η μελλοντολογική εικόνα της διατήρησης της τάξεως στη χώρα μας σε μια εποχή που ολόκληρη η Ευρώπη θα βουλιάζει υπό το βάρος των μεταναστών συναντά τα υπαινικτικά σχόλια για την αβεβαιότητα της εποχής, όπως σταλάζει σα φαρμάκι όχι πια στον κοχλία, αλλά στην ψυχή των ανθρώπων. Φιλοτεχνεί τα κύματα των αλλαγών που πλήττουν ακόμα και τη μυθική ύπαιθρο, που ταυτίζεται με το αδιαμεσολάβητο του φυσικού, το αντιπαρατιθέμενο στη μαζική αλλοτρίωση του άστεος. Πέραν όμως κάθε άλλου συμβολισμού και κάθε ερμηνείας, η φωτεινή και τρυφερή πλάτη της νεκρής Ασμάτ θα στοιχειώνει για πάντα το Ρήγα Βολιώτη, όπως οι λευκές ως γάλα ωμοπλάτες της Μοσχούλας τον αφηγητή στο διήγημα του Παπαδιαμάντη, θυμίζοντας και στους δυο, αλλά και στον αναγνώστη, ότι η ευτυχία είναι ένα όνειρο στο κύμα, αλλά και «η ζωή είναι». Αυτή τη ζωή ο Νόλλας την αποτυπώνει με τέτοια δύναμη και ενάργεια που ο αναγνώστης ασμένως επιστρέφει στις σελίδες του ξανά και ξανά, για να αφουγκραστεί το ρόχθο της θάλασσας και της ανθρώπινης ψυχής.
Περιεδικό "Εντευκτήριο", τεύχος 85, Απρίλιος - Ιούλιος 2009