Για τη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, Νοέμβριος (εκδ. Πατάκη)
Κάθε έργο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη είναι μια κατασκευή μελετημένη μέχρι κεραίας: είναι κτίσμα και μαζί κτιστό, κτίσις ενός κόσμου περιληπτικού των πάντων. Υπό την έννοια αυτή, αναρωτιέται κανείς πώς να διαβάσει το απόσπασμα από το Περί θείων ονομάτων (9, 3), του Διονυσίου Αρεοπαγίτου, που ανοίγει, μαζί με την αφιέρωση, τη συλλογή: «Τούτο το σμικρόν άποσόν εστί και άπήλικον, ακρατές, άπειρον, αόριστον, περιληπτικόν πάντων, αυτό δε άπερίληπτον.» Κυριολεκτικά, ως αναφορά στον Θεό· μεταφορικά, ως αναφορά στη γραφή και ειδικότερα στη μικρή φόρμα που χρόνια τώρα υπηρετεί με συνέπεια ο Σκαμπαρδώνης, στο « συμπυκνωμένο ελάχιστο» («Το ελάχιστο»)· ή πάλι ως αναφορά στον τρόπο με τον οποίο η γραφή, απερίληπτη η ίδια, περιλαμβάνει ολόκληρο τον κόσμο, τα παρελθόντα, τα παρόντα και τα μέλλοντα – ως αναφορά δηλαδή στην παντοδυναμία του λόγου; Η αμφισημία του αποσπάσματος εκτός συγκειμένου επιτρέπει αυτές και άλλες πολλές ερμηνείες, μία από τις οποίες θα μπορούσε να αφορά τόσο τον άνθρωπο όσο και το ζώο, ως διακριτά και ομοούσια κτίσματα της φύσης-κτίσης. Η ίδια η συλλογή των 33 διηγημάτων (αριθμός και πάλι σημαίνων και σημαντικός συμβολικά, της ωριμότητας και της πνευματικής τελείωσης) καθοδηγεί τον αναγνώστη αναλόγως με τις προσλαμβάνουσές του. Μια συλλογή που πλάι στα θεία ονόματα τοποθετεί, καθόλου τυχαία, στην αφιέρωση τα ονόματα των αγαπημένων ζώων – προβλέποντας μια κλίνη κενή και για τα αφανή, τα αδέσποτα· φέρει ως τίτλο, σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική του συγγραφέα, άλλο ένα όνομα, ενός μήνα αινιγματικού, του Νοεμβρίου – που ωστόσο ονομάζεται, στο λαϊκό καλεντάρι, Σποριάς ή Μεσοσπορίτης· και το οπισθόφυλλό της είναι ένα μικρο-αφήγημα, το τρίτο της συλλογής, ένα διήγημα για τις ιστορίες και την οδύνη της συγγραφής, που μας κλείνει πονηρά το μάτι: 33+1 τα διηγήματα, με το τελευταίο να περιλαμβάνει όλα τα υπόλοιπα, ή μήπως το σμικρόν τελευταίο περιλαμβάνει τα πάντα μένοντας το ίδιο απερίληπτο;
Μ’ αυτά στον νου, ο αναγνώστης διαβάζει το πρώτο διήγημα, όπου ο
αφηγητής, στην άγρια φύση αλλά προστατευμένος στον ορεινό ξενώνα, μπαίνει στο πετσί του λύκου που ουρλιάζει πέρα μακριά. Κι είναι ο πυρετός καθ’ έξιν του λύκου ίδιος ο πυρετός της γραφής, τρόπος ζωής, που απαιτεί από τον γράφοντα να είναι «αφοσιωμένος ολοκληρωτικά, κάποιος άλλος» («Ένα κλαρίνο ντο δίεση»). Α κολουθούν πολλές ιστορίες με ζώα: γουρούνια που νιώθουν καυτή την ανάσα του θανάτου και ζευγαρώνουν με μανία· γλυκόλαλα κι αδιάφορα αηδόνια· φιλόμουσοι γρύλοι και δελφίνια που αγαπούν τους ψαλμούς· σκοτωμένα σκαντζοχοιράκια και κέικ-σκαντζόχοιροι· εξημερωμένες νυχτερίδες και λουριά χωρίς σκύλους· σουπιές με τ’ αυγά τους· πελαργοί στις φωλιές τους· μυρμήγκια-σωτήρες· καταιγίδες σαν οχιές που μυρίζουν ποιήματα.
Ο Σκαμπαρδώνης αγαπά ανέκαθεν τα ζώα, ως κομμάτια ενός κόσμου κοινού, συντρόφους και συνομιλητές, άλλη όψη της ταυτότητας του ανθρώπου στη σχέση του με τον κόσμο. Αυτή η έγνοια της ταυτότητας, της θέσης μέσα στον κόσμο και για τον κόσμο, είναι στη συλλογή αυτή πιο ευδιάκριτη παρά ποτέ. Από τη μία, τα διηγήματα χαράζουν τα περιγράμματα της σχέσης με τη φύση, από τη νέα ποίηση των φωτοβολταϊκών ως τη διαχρονική αγωνία των σφαγίων, την αιχμαλωσία των γρύλων, το φιλόμουσο αίσθημα των δελφινιών. Από την άλλη, βυθίζονται στην ατομική και τη συλλογική μνήμη, με τον τρόπο με τον οποίο την εννοεί ο Μωρίς Αλμπβάκς, ο πρώτος θεωρητικός της: κάθε ατομική μνήμη είναι μια σκοπιά της συλλογικής μνήμης, η οποία πραγματώνεται μέσα από τις επιμέρους ατομικές μνήμες που συσσωματώνονται. Η μνήμη «σκάει», αναδύεται αιφνίδια, χάρη σε ένα συνειρμό, συχνά δυσνόητο, όπως όταν ο χοιροτρόφος μπροστά στα γουρούνια που οργιάζουν πριν τη σφαγή θυμάται το αξεπέραστο ρυζόγαλο της μάνας του αφηγητή· όταν το κόκαλο των παπουτσιών, που δεν είναι κόκαλο, οδηγεί στον κατασκευαστή του· ένας ποδοσφαιρικός αγώνας στα βασανιστήρια της Κατοχής· η μαγειρεμένη σουπιά στα αυγά σουπιάς στα άδεια μάτια του δολοφονημένου Πολκ. Αυτές οι μνήμες έχουν τη δύναμη και αλλάζουν τη ροή του χρόνου, αναστρέφουν το βέλος του, επιστρέφουν γνωρίσματα και ιδιότητες χαμένες από χρόνια, όπως στην περίπτωση των δύο φαρμακείων ή του καστανά, αλλά και του μακεδονομάχου, που αναβιώνει τον μακεδονικό αγώνα στη δική του επιβίωση. Διασφαλίζουν μια συνέχεια που μόνη αυτή συγκροτεί το ίδιον του υποκειμένου. Ενός υποκειμένου ιστορικού, που διαμορφώνεται από τις δικές του μνήμες, αλλά και τις κοινές μνήμες, θεσμικές, κατασκευασμένες ή μη, της ευρύτερης ομάδας στην οποία ανήκει, του τόπου του, όπως κι αν ορίζεται αυτός – γλώσσα, εικόνα, μουσική, όπλων κλαγγή ή λύκου ουρλιαχτό. Η Απολλωνία ίλη του Αλεξάνδρου, η ομάδα του Άρη Βελουχιώτη λίγο πριν την αιχμαλωσία, η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, οι εμβληματικοί δημιουργοί της πόλης συνθέτουν το πλέγμα στο οποίο τοποθετούνται και επικαθορίζονται οι ατομικές μνήμες, σε ένα παρόν που έχει χάσει κάθε αίγλη – και η έκπτωσή του συμβολοποιείται εξαιρετικά στο «Ερωτικότερον στήθος».
Το δίχτυ που υφαίνει ο Σκαμπαρδώνης είναι όσο δεν παίρνει πυκνό, αλλά και εξόχως αποτελεσματικό: από τη μια, πλέκει την ιστορία με την αναπαράστασή της, στη μνήμη που την ανασύρει, στη μαρμάρινη στήλη που την καταγράφει, στην αγιογραφία και τη φωτογραφία που την εικονίζουν, αλλά με συνδέσεις αυθαίρετες, που φέρνουν δίπλα το θάρρος με τον φόβο, τον πόνο με τη χαρά, την περηφάνια με τον σαρκασμό και τον αυτοσαρκασμό, το γέλιο με το δάκρυ, σε έναν λόγο που η ποιητικότητά του δηλώνεται πλέον και ρητά, λαμβάνει και τη μορφή ποιήματος· από την άλλη, δεν επιτρέπει να περάσουν παρά αναλαμπές, σπίθες, πνοές της ιστορίας αυτής, η οποία αγκιστρώνεται πρώτα και κύρια στις λέξεις, είναι γλώσσα, λόγος πολυπλόκαμος, δίχτυ πάνω στο δίχτυ, που δεν παραλείπει να σχολιάζει τη λειτουργία του: «Τι μπορεί να φωτογραφηθεί και τι όχι; Πώς βλέπουμε; Τι βλέπουμε;». Ο Σκαμπαρδώνης ζει με ένταση μέσα στον κόσμο όσο και μέσα στα βιβλία και την τέχνη. Αυτά που βλέπει, ανοίγουν δρόμους στο βλέμμα.