«...Το ξέρεις –ψιθύρισε– εκείνο/ που επιζεί του θανάτου σου είναι αυτό που στερήθηκες στη ζωή σου»: αυτός ο στίχος του Γιάννη Ρίτσου αποδεικνύεται σήμερα, δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, προφητικός για την υποδοχή του έργου του από τις νεότερες γενιές. Καθώς ο 20ός αιώνας απομακρύνεται, αυτό το έργο, ποικιλοτρόπως αδικημένο στην εν θερμώ πρόσληψή του, μπορεί και οφείλει πλέον να αποτιμηθεί με κριτήρια αμιγώς λογοτεχνικά – και ως εκ τούτου βαθιά πολιτικά. Κι ο ποιητής να καταλάβει τη θέση που δικαιούται στον αστερισμό των μεγαλύτερων Ελλήνων ποιητών του προηγούμενου αιώνα και στη συναστρία των μεγάλων οικουμενικών ποιητών, αριστερών και μη, που φώτισαν με την αλήθεια και την πλάνη τους τον 20ό αιώνα. Το διεθνές συνέδριο που πραγματοποιήθηκε αυτές τις μέρες στην Αθήνα για τον ποιητή, και πρότεινε νέες προσεγγίσεις και ερμηνείες, μπορεί να πυροδοτήσει μια ευρύτερη συζήτηση που θα φτάσει στον κόσμο που διαβάζει και αγαπά την ποίηση – και θα ξανασυστήσει έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές μας.
Αυτό που στερήθηκε ο Ρίτσος στη ζωή του, στα εξήντα χρόνια που υπηρέτησε την ποίηση ως ο «πρώτος χειρώνακτας ποιητής», ήταν η ουσιαστική ανάγνωση του έργου του ως όλου, μέσα από τις αντιθέσεις και τις συνθέσεις, τις αντιφάσεις και τις υπερβάσεις του. Προσέρχεται στην ποίηση πολύ νωρίς, βαθιά σημαδεμένος από την απώλεια και το πένθος: τον βαραίνουν η νεκρή μητέρα και ο νεκρός αδελφός, η ψυχική ασθένεια του πατέρα και της αγαπημένης αδελφής που νοσηλεύονται στο Δαφνί, η οικονομική κατάρρευση της οικογένειας, η δική του αρρώστια και η δύσκολη ζωή στην Αθήνα. Από την πρώτη του κιόλας συλλογή κρατάει υψωμένο το λάβαρο της επανάστασης και το έργο του προκαλεί αμηχανία σε όλους τους χώρους. Ο συντηρητικός κριτικός Ανδρέας Καραντώνης τού αρνείται, λόγω της στράτευσής του, ακόμα και την ιδιότητα του ποιητή. Ο Νίκος Καρβούνης και η Αλεξάνδρα Αλαφούζου, οι κριτικοί της Αριστεράς, του ζητούν λιγότερο μοντερνισμό και περισσότερη συμμόρφωση στα πρότυπα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Συνειδητός μοντερνιστής, επηρεασμένος από τη Δύση αλλά και την σοβιετική πρωτοπορία, με στέρεες αναφορές στη λαϊκή παράδοση, ο Ρίτσος βιώνει έναν ανομολόγητο και δραματικό διχασμό.
Ούτε η Αριστερά τον κατάλαβε
Καθώς η σύγκρουση ανάμεσα στις δύο ιδεολογίες κορυφώνεται στηνΕλλάδα και στον κόσμο, το μόνο σαφές σημείο είναι η θέση του ποιητή ως πολίτη: μένει πιστός στο Κόμμα, στις ιδέες του, εξορίζεται, ξανά και ξανά, τραγουδάει τις συμφορές του λαού. Γίνεται ο βάρδος της Αριστεράς, ένα κομμάτι της ποίησής του τίθεται απευθείας στην υπηρεσία της, είναι ο «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου». Ανεπαίσθητα, μέσα στην παραφορά της αντιπαράθεσης, συντελείται έτσι μια μείζων μετατόπιση, στη σκιά της οποίας θα διεξάγεται πια η συζήτηση για την τέχνη του Γιάννη Ρίτσου: στη θέση του πολυσήμαντου, αντιφατικού ποιητικού υποκειμένου τίθεται ένα κατ’ επίφασιν μονοσήμαντο πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο. Ο ποιητής γίνεται εικόνισμα και το σώμα της ποίησής του διαμελίζεται για να ευλογήσει τις τάσεις και τις σκοπιμότητες.
Ο Ρίτσος παραμένει επί μακρόν εκτός του κανόνα της ελληνικής ποίησης, ως στρατευμένος ποιητής δευτέρας διαλογής – μήπως αυτό δεν σήμαινε και το κομψό «ποιητής εκτάσεως» που του απέδιδαν οι καλοπροαίρετοι κριτικοί; Οι μελοποιημένοι στίχοι του τραγουδιούνται απ’ όλον τον κόσμο, η βροντερή κι εκφραστική φωνή του γίνεται μία από τις φωνές της επανάστασης, ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας μαθητεύει στην εξέγερση, σε εποχές πολύ δύσκολες για τη χώρα, μέσα και από τα λεγόμενα «επικαιρικά» ποιήματά του. Η Αριστερά όμως δεν του χαρίζει την αποδοχή, τον έπαινο· θεωρεί ότι ο ποιητής «δεν κατόρθωσε να μετουσιώσει ολοκληρωτικά την ενάργεια του κοινωνικού γίγνεσθαι και να την αποδώσει με εκφραστικούς τρόπους προσιτούς σε πλατύτερα στρώματα» (Γιάννης Κορδάτος). Τα συνθετικά του ποιήματα στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, η Τέταρτη διάσταση, τα ολιγόστιχα ποιήματά του της τελευταίας περιόδου και πολύ περισσότερο τα πεζά του, το Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων, αυτά τα «παράξενα πράματα» που σκηνοθετούν τον ποιητή αιρετικό, γυμνό μπροστά στις επιθυμίες του και την αιωνιότητα, θα μεγαλώσουν τη δυσπιστία της ορθόδοξης αριστερής κριτικής, η οποία θα προσπαθήσει, όσο μπορεί, να τα αγνοήσει και να τα παραμερίσει.
Τέλος με σιωπή...
Η βαθύτερη ουσία του λόγου του, ο σπαραγμός τον οποίο ο ποιητής πασχίζει να μεταστοιχειώσει σε φέγγος, καλύπτεται πίσω από μάσκες και προσωπεία, ρόλους και μεταμφιέσεις. Ο Ρίτσος είναι εικόνισμα και η ποίησή του παραμένει άγνωστη. Αυτήν την ουσία την κατανοούν κάποιες αδελφές ψυχές, κάποιοι ομότεχνοι και ομοϊδεάτες του, όπως ο Λουί Αραγκόν, που διαβάζοντας τη Σονάτα του σεληνόφωτος ένιωσε «το βίαιο τράνταγμα της μεγαλοφυΐας».
Καταρρέοντας, ο σοσιαλισμός συμπαρασύρει και τους αγίους του. Όταν ο Ρίτσος πεθαίνει, εκείνη ακριβώς την περίοδο, η σιωπή καλύπτει τον λόγο και το εικόνισμα.
Όλη του η ζωή μια μάχη με τον θάνατο
Σήμερα, ο κουρνιαχτός από τις μάχες του αιώνα που πέρασε έχει καταλαγιάσει. Μπορούμε επομένως να διαβάσουμε τον Ρίτσο από την αρχή, με άλλα μάτια, μακριά από τους διχασμούς και τις αγκυλώσεις του παρελθόντος, ακολουθώντας τις ίδιες τις οδηγίες του: «Απομακρύνεται/ για να είναι πιο κοντά,/ να βλέπει καλύτερα». Αποδεχόμενοι το αυτονόητο, ότι η πολιτική στον Ρίτσο ταυτίζεται με την ποίηση, δεν μπορεί κανείς να τις διαχωρίσει, είναι ένα κράμα αξεδιάλυτο που η έκφρασή του δεν βρίσκεται απλώς στα δεδηλωμένα στρατευμένα του ποιήματα, αλλά αποτελεί τη ραχοκοκκαλιά του έργου και της ύπαρξής του: «Tην πρώτη και την τελευταία σου λέξη/ την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση./ Όλη σου τη σιωπή την είπε η ποίηση».
Ο Ρίτσος είναι αριστερός, για το καλό και για το κακό, επειδή αυτό μπορούσε και ήθελε να είναι (όταν ο Σελίν ή ο Πάουντ, λ.χ., ήταν φασίστες). Ακόμα και στα πιο σκοτεινά ποιήματά του μιλάει απλά, με λέξεις καθημερινές και φθαρμένες, για πράγματα οικεία και ταπεινά. «Στον Ρίτσο, το πάθος βρίσκεται πάντα στην απλότητα των πραγμάτων...», λέει και πάλι ο Αραγκόν. Οι λέξεις του Ρίτσου είναι σαν τις πέτρες που ζωγράφιζε, κοινές, δεν έχουν αφ’ εαυτές καμία αξία, αλλά αποκτούν ακτινοβολία εντασσόμενες στο όλον που τις μεταμορφώνει, σε μια διαρκή παλινδρόμηση ανάμεσα στο θάνατο και την αναίρεσή του. Γνωρίζοντας πολύ καλά την ανθρώπινη ατέλεια, ο Ρίτσος θέλει να την υπερβεί, να την συγκαλύψει και η ποίησή του τον προδίδει. Η ατέλεια αναδύεται ακόμη και στα πιο φωτεινά του ποιήματα.
Η Γενιά του Τριάντα
Με τη λαϊκότητά του αυτή πρόσφερε και τη μεγαλύτερη υπηρεσία στον ελληνικό μοντερνισμό, που ποτέ δεν τον αποδέχτηκε ως ισότιμο συνομιλητή. Καθώς ένα ευρύ κοινό τον αγαπούσε και τον καταλάβαινε, ο Ρίτσος άνοιξε τον δρόμο για να υποδεχθεί το ίδιο αυτό κοινό τον Σεφέρη και τον Ελύτη, που του ήταν, όπως έχει επισημάνει η κριτική, ακόμα ξένοι. Διατηρώντας μια πολύπλοκη σχέση με τον μοντερνισμό, ο Ρίτσος έδωσε στη Γενιά του Τριάντα, με την οποία τον ένωναν τόσο πολλά όσα και τον χώριζαν, αυτό που της έλειπε: το λαϊκό έρεισμα. Έδωσε επίσης και τη δική του εκδοχή της ελληνικότητας, ίδια αλλά και αντίθετη με την εκδοχή του Σεφέρη και του Ελύτη. Ο Ρίτσος δεν υποστήριξε συστηματικά, δοκιμιακά, τις απόψεις και τις επιλογές του. Γι’ αυτόν, τα πάντα είναι ποίηση: «Πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο,/ γι’ αυτό ακριβώς πιστεύω στην αθανασία. Γράφω ένα στίχο,/ γράφω τον κόσμο· υπάρχω· υπάρχει ο κόσμος.»
Ομοίως και η ελληνικότητα επανέρχεται στην ποίησή του, επίμονα. Έχει τα χρώματα της Γενιάς του ’30, αλλά είναι διαφορετικά φωτισμένη: είναι μια ελληνικότητα τραγική, στην οποία τα νησιά ταυτίζονται και με την εξορία και ο ήλιος κατακλύζει τοπία ελπίδας αλλά και παράλογης βίας. Συνδιαλεγόμενη με ολόκληρη την εμπειρία της ταυτότητας και της ετερότητας στον ευρωπαϊκό 20ό αιώνα, η ελληνικότητα του Ρίτσου αποκτά και έναν οιονεί οικουμενικό χαρακτήρα.
Δουλεύοντας ακατάπαυστα τον στίχο του, σε έκταση και βάθος, επικός και λυρικός, ο Ρίτσος δίνει, τελικά, σε όλη τη ζωή και με ολόκληρο το έργο του μία και μόνη μάχη, αυτή με τον θάνατο που τον στοιχειώνει από τα παιδικά του χρόνια. Μουσικός στις ευρύτερες συνθέσεις του, με αέναες λεκτικές και θεματικές παραλλαγές· φωτογραφικός στα ολιγόστιχα ποιήματα, που φτάνουν στην καρδιά των πραγμάτων και των αισθημάτων. Η ιστορική αισιοδοξία του κομμουνιστή αίρεται κάθε στιγμή από τα πάθη του ανθρώπου και ο ποιητής, στο τέλος πια, αποκαλύπτεται: το Εικονοστάσιο μπορεί να διαβαστεί ως μια εκ βαθέων εξομολόγηση, αλλά και ως μια συγκαλυμμένη ποιητική: διαβάστε μέσα από τις γραμμές όλα εκείνα που έκρυψα, γιατί δεν θέλησα ή δεν μπόρεσα να φανερώσω.
Ο Γιάννης Ρίτσος συγκαταλέγεται στους μεγάλους καλλιτέχνες και διανοητές που στρατεύθηκαν μέσα στην ίδια την εποχή τους, βούτηξαν στην Ιστορία, πήραν μεγάλες αποφάσεις σωστές και εσφαλμένες, επέλεξαν συχνά την πολλαπλότητα και την υπόδυση, για να χωρέσουν σε σχήματα κανονιστικά που εξ ορισμού δεν ταιριάζουν στους καλλιτέχνες. «Εδώ το σφάλμα όλο σ’ ό,τι δεν πράχτηκε/ όλο στην ατολμία που τραύλιζε...», λέει ο φασίστας Πάουντ. Και ο κομμουνιστής Ρίτσος προεκτείνει: «Αν άφεση δεν είναι η ποίηση – ψιθύρισε μόνος του–/ τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος».
Οδηγός για τον αναγνώστη
Η «Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου» (επιλογή της Χρύσας Προκοπάκη) αποτελεί μια πολύ καλή εισαγωγή στο έργο του Γιάννη Ρίτσου. Μια εικόνα του πολύμορφου έργου του σχηματίζει ο αναγνώστης διαβάζοντας τις συλλογές «Εαρινή συμφωνία», «Επιτάφιος», «Η σονάτα του σεληνόφωτος», «Ρωμιοσύνη», «Μαρτυρίες», «Πέτρες - Χειρονομίες - Κιγκλίδωμα», «Το τερατώδες αριστούργημα», «Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα», τον τόμο «Τέταρτη διάσταση», καθώς και το «Ίσως να ’ναι κι έτσι» από τα πεζά του. Όλα τα έργα του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος.
Διεθνές συνέδριο
Το διεθνές συνέδριο «Ο ποιητής και ο πολίτης Γιάννης Ρίτσος» διοργανώθηκε από το Μουσείο Μπενάκη, υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού. Η Οργανωτική Επιτροπή του συνεδρίου αποτελούνταν από τους: Αγγελο Δεληβοριά, Νάσο Βαγενά, Χρύσα Προκοπάκη, Γιώργη Γιατρομανωλάκη, Δημήτρη Αρβανιτάκη, Λιάνα Τσομπάνογλου.
Εισηγήσεις έκαναν, μεταξύ πολλών άλλων, οι: Δημήτρης Μαρωνίτης, Γιάννης Δάλλας, Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Roderick Beaton, Mario Vitti, Vincenzo Rotolo, Μιχάλης Μερακλής, Χριστίνα Ντουνιά, Παντελής Μπουκάλας, Ρούλα Κακλαμανάκη, Σόνια Ιλίνσκαγια, Έλλη Φιλοκύπρου, Αλέξανδρος Αργυρίου, Άρης Μαραγκόπουλος, Χρύσα Προκοπάκη, David Ricks, Amy Mims-Σιλβερίδη.
Διοργανώθηκαν τα στρογγυλά τραπέζια:
- «Ο Γιάννης Ρίτσος σήμερα» (Χάρης Βλαβιανός, Δημήτρης Κοσμόπουλος, Τζένη Μαστοράκη και Νάσος Βαγενάς).
- «Μαρτυρίες για τη ζωή και το έργο του ποιητή» (Μάρω Δούκα, Κώστας Καζάκος, Γιάννης Κοντός, Αλέκα Παΐζη, Ασπασία Παπαθανασίου, Τίτος Πατρίκιος και Χρύσα Προκοπάκη).
Καθημερινή 09-10-2005