Για το μυθιστόρημα του Κυριάκου Μαργαρίτη,
Όταν θα βγαίνουν τα λιοντάρια, φίλησέ με (εκδ. Ψυχογιός)
Μια Αθήνα αγριεμένη, φλεγόμενη και ματωμένη, πιασμένη στον ιστό μιας κουτσής αράχνης. Μια γενιά που δεν έχει από πού να κρατηθεί, άφωνη μπροστά στην επέλαση της -νεκρής υποτίθεται- Ιστορίας, που ανατρέπει τη ζωή της. Τριαντάρηδες αναρχικοί, φασίστες, αντιρατσιστές, χαλαροί, ανοιχτοί αναζητούν το νόημα της ζωής και του κόσμου, γλείφοντας τις πραγματικές και επινοημένες πληγές τους, φτιάχνοντας διαρκώς ιστορίες για όσα θέλουν και δεν μπορούν να ζήσουν. Δεύτερο βιβλίο της Τριλογίας των γάτων (τίτλος φορτωμένος αντηχήσεις λογοτεχνικές, από τον Μποντλέρ ώς τον Καβάφη και τον Έλιοτ αλλά και πλείστους άλλους), χωρίς το πρώτο να έχει εκδοθεί, το νέο μυθιστόρημα του τριαντάχρονου Κύπριου Κυριάκου Μαργαρίτη, που εδώ και μία δεκαετία ζει στην Αθήνα, αφουγκράζεται τον σφυγμό του κέντρου της πόλης και της γενιάς του και τον καταγράφει με αίσθημα, ρυθμό και έναν ρεαλισμό που ξέρει να αυτο-υπονομεύεται διαρκώς, διπλοτυπώνοντας τους χρόνους, τα πρόσωπα, το εντός και το εκτός, τις φλόγες της Ιστορίας και τις άλλες, της εμμονής, της θλίψης, της τύψης, του έρωτα εντέλει.
Η Σοφία και η Μάρθα είναι παιδικές φίλες και ζουν μαζί. Η Σοφία είναι άνεργη δικηγόρος, δουλεύει σε ένα καφέ και βοηθάει εθελοντικά σε μια οργάνωση για την υποστήριξη των μεταναστών. Η Μάρθα δουλεύει σε ένα ροκ περιοδικό και μόνο ροκού δεν είναι. Ο Κυριάκος είναι μέλος ναζιστικής οργάνωσης, με μάνα καταθλιπτική, αδελφό αστυνομικό με λαμπρή ακροδεξιά προϊστορία. Δεν είναι ιδιαίτερα βίαιος ώς τη στιγμή που ο φόνος μιας άγνωστης κοπέλας από έναν μετανάστη τον μεταμορφώνει σε «σκοτεινό ιππότη». Ο Λουκάς είναι αναρχικός μουσικός που συχνάζει στην κατάληψη και ο κόσμος του καταρρέει όταν ανακαλύπτει ότι οι καλύτεροί του φίλοι είναι ασφαλίτες. Ο χαράκτης Πέτρος γνώρισε το 2008, όταν καιγόταν η Αθήνα, τη Σοφία, για να χαθούν μετά για σχεδόν τρία χρόνια και κουβαλάει την τύψη για μια σχέση τραγική. Ο Νιγηριανός Γουόλε, επικεφαλής της αντιρατσιστικής οργάνωσης αλληλεγγύης, προσπαθεί να αρχίσει μια νέα ζωή σε μια πόλη που δαιμονοποιεί τους μετανάστες και καταλαβαίνει πως «όλα γίνονται κομμάτια». Ματαίωση, διάψευση, απωθημένες επιθυμίες, φόβος, κράτημα είναι τα χαρακτηριστικά όλων των προσώπων, που πιστεύουν και δεν πιστεύουν, και το μόνο που τελικά θέλουν -είτε το συνειδητοποιούν είτε όχι- είναι να ζήσουν. Ό,τι πιο δύσκολο και επικίνδυνο δηλαδή, σε έναν κόσμο που δεν είναι αγορά, όπως λέει ο Σογίνκα και τον διαβάζει ο Γουόλε, αλλά κανονική αρένα με αιμοδιψή λιοντάρια.
Και το αίμα τρέχει, καθώς έρχεται η ώρα του θερισμού, και πέτρες, λοστοί, βόμβες, στιλέτα, γροθιές, τα πάντα επιστρατεύονται για να καταστρέψουν τον τρομερό Άλλον και να φέρει ο καθένας τη δική του μέρα του λυτρωμού. Αυτή η πόλη που καίγεται, αυτοί οι νέοι που φλέγονται από τα ερωτήματα και την απελπισία μπορούν να σωθούν μόνο από τον έρωτα, χρειάζονται μια ιστορία αγάπης, σαν αυτή της Σοφίας με τον Πέτρο, που πλέκεται πάνω σε εκείνη του σπιτονοικοκύρη του Πέτρου, του Θεόφιλου Δημακούδη και της νεκρής γυναίκας του Έρσης όπως ο Πεντζίκης είχε πλέξει το δικό του γαμήλιο «Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης» πάνω στην Έρση του Δροσίνη.
Πρόσωπα αυθυπόστατα και εξαιρετική ατμόσφαιρα, ρυθμική φράση που αποδίδει το spleen που διατρέχει το βιβλίο, πειστικοί διάλογοι και στιγμιότυπα απόλυτα ρεαλιστικά, αλλά και περίσσεια μελοδραματισμού και λυρικότητας τα οποία ούτε δικαιολογούνται πάντα αλλά ούτε και χρειάζονται, και καταλήγουν αναποτελεσματικά. Πάντως, μετά το πολύ ενδιαφέρον αστυνομικό μυθιστόρημα «Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών», ο Μαργαρίτης αποδεικνύει και πάλι ότι και γράμματα ξέρει και οξεία αντίληψη διαθέτει αλλά και ταλέντο. Απλώς χρειάζεται λίγο να το τιθασεύσει.
Καθημερινή 28/04/2013