Διαβάζω το μικρό βιβλιαράκι του ακαδημαϊκού πια Ζαν Κλαιρ, του γνωστού επιμελητή του Λούβρου, με τις αιρετικές απόψεις που κατοπτρίζονται και στον τίτλο του: «Ο χειμώνας της κουλτούρας». Κουλτούρα, πολιτιστικά, δραστηριότητες, δράσεις, διοργανώσεις και μια ουσία χαμένη, αυτή του πολιτισμού ως παιδείας και ως εκπαίδευσης στην ανθρώπινη αξία και αξιοπρέπεια. Ο Ζαν Κλαιρ μιλά φυσικά γι’ αυτό που ξέρει πολύ καλά, τα εικαστικά και τα μουσεία. Για να καταδικάσει απόλυτα τη μεταμοντέρνα «τέχνη της απληστίας», όπως τη χαρακτήρισε σ’ ένα σημείωμά του παλιότερα ο Νίκος Γ. Ξυδάκης, την εμπορευματοποιημένη στο έπακρο τέχνη που καταφέρνει αυτό ακριβώς που λέει ένα σύνθημα στο κέντρο της πόλης: να κάνει τα μηδενικά νούμερα, στην προκειμένη δε περίπτωση νούμερα με επιπλέον νούμερα, με ξέχειλους τραπεζικούς λογαριασμούς έπειτα από δημοπρασίες στο Σόθμπις. Μια τέχνη, λοιπόν, εμπορευματοποιημένη, με κυκλώματα διακίνησης ανάλογα με εκείνα του χρηματιστηρίου, έτσι περιγράφει ο Κλαιρ τη σύγχρονη, μεταμοντέρνα τέχνη, μια τέχνη απόλυτα ενταγμένη στην παγκόσμια φούσκα, στον παγκόσμιο τζόγο. Μια τέχνη «ειδωλολατρική» όπως την ονομάζει, αποκομμένη από τη λειτουργία της στην κοινότητα και τον τόπο, έξω από κάθε αισθητική, πέρα από κάθε φιλοσοφία. Και ένα μουσείο-επιχείρηση, με δημόσιες σχέσεις και πλάνα, με πολιτιστικές δραστηριότητες και έργα που αργοσβήνουν έξω από το φυσικό πλαίσιο αναφοράς τους. Με αποτέλεσμα ενίοτε -μια συλλογιστική εξαιρετικά ανατρεπτική- η σχέση πρωτοτύπου και αντιγράφου να ανατρέπεται υπέρ του αντιγράφου που λειτουργεί στον φυσικό του χώρο.
Διαβάζω κι αναρωτιέμαι: άραγε δεν έγινε κάτι αντίστοιχο με τη λογοτεχνία; Σε άλλη κλίμακα ίσως και με άλλου ύψους επενδύσεις. Η αγορα της λογοτεχνίας δεν δίνει ευκαιρίες επένδυσης και απόδοσης σαν την τέχνη. Ακόμη όμως και στη μικρή Ελλάδα, με την πολύ μικρή φιλαναγνωσία και τις ελάχιστες δυνατότητες διεύρυνσης της αγοράς λόγω της γλώσσας, δεν δημιουργήθηκαν στο λογοτεχνικό πεδίο όροι χρηματιστηρίου, με παρενέργειες επικοινωνιακές και επενδύσεις τουλάχιστον σε επίπεδο εικόνας όσον αφορά τους συγγραφείς; Πόσο η κίνηση αυτή επηρέασε το έργο τους, άραγε; Πόσο επηρέασε αυτή η σύντομη, για τη χώρα μας και για λόγους εντελώς αντικειμενικούς ασχέτως της διεθνούς κρίσης, «ευφορία» την
ίδια τη λογοτεχνία και ειδικότερα την πεζογραφία; Μιας και η ποίηση μοιάζει πολύ πιο σταθερή στην κίνησή της.
Διαβάζω ότι στις νέες κυκλοφορίες, τις τόσο μειωμένες σε σχέση με το πολύ πρόσφατο παρελθόν, κυριαρχούν τα ελληνικά μυθιστορήματα. Τα ψάχνω στους καταλόγους των ευπωλήτων και δεν τα βρίσκω. Επειδή δεν τα διαβάζει ο κόσμος ή επειδή οι μετρήσεις δεν αποδίδουν τελικά πλήρως την πραγματικότητα; Ή μήπως επειδή η λογοτεχνία, που με τόσο πάθος διαβαζόταν στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, καταλήγει σήμερα να μην αφορά παρά ελάχιστο κόσμο;
Αν μπορεί κανείς να βρει καλά στην κρίση, ένα από αυτά είναι σίγουρα η εκ νέου ανάδειξη του μέτρου των πραγμάτων. Οπως λέει ο Ζαν Κλαιρ, πολλοί ζωγράφοι, καλοί ζωγράφοι συνετρίβησαν στα γρανάζια του συστήματος, χωρίς αναγνώριση, χωρίς υποστήριξη καμιά. Και συγγραφείς επίσης, είναι βέβαιο. Ας περιμένουμε να βάλει η κρίση τα πράγματα στη θέση τους για να δικαιωθούν όσοι αντιστάθηκαν όταν η αντίσταση δεν ήτανε της μόδας, έστω και με καθυστέρηση. Κι ας έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά για τα καινούργια που σίγουρα θα έρθουν. Και θα διαβάζονται και πάλι με αγάπη και έξω από κάθε διαφήμιση.
Καθημερινή 01-04-2012